Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

Ο Μέγας Παρακλητικός Κανών. Ένας Αυτοκράτορας ικέτης της Θεοτόκου

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός (επαναδημοσίευση)



Τά γλυκά βράδια τοῦ Δεκαπενταύγουστου ψάλλονται στίς Ἐκκλησίες μας ἐναλλάξ οἱ δύο κατανυκτικοί παρακλητικοί Κανόνες, ὁ Μικρός καί ὁ Μέγας. Δυό ὕμνοι πασίγνωστοι, δημοφιλεῖς, πού ἔχουν καταστεῖ ἡδύτατο «ἄκουσμα καί λάλημα» τῶν ἑλληνοφώνων Ὀρθοδόξων, ταπεινή ἐξομολόγηση ἀμέτρητων ψυχῶν, θρηνητική καί παρακλητική ἀναφορά τοῦ πληρώματος τῶν πιστῶν στήν Κυρία καί Δέσποινα τοῦ κόσμου, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. ‘Ο δεύτερος ἀπό τούς Κανόνες αὐτούς, ὁ καί Μέγας ὀνομαζόμενος, εἶναι ποίημα τοῦ Αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας Θεοδώρου B΄ τοῦ Λασκάρεως, τοῦ Βασιλιᾶ πού τίμησε καί ὕμνησε ὅσο λίγοι τήν Παναγία.


Ἄν ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας φιλόσοφος Πλάτων θεωροῦσε ὡς πρώτιστο παράγοντα ἐπιτυχίας τοῦ Βασιλιᾶ τῆς «Πολιτείας» του τό «φιλοσοφεῖν», «ἡ ἐπώνυμος τοῦ Χριστοῦ καινή πολιτεία» -ἡ Ἐκκλησία- ἀνέδειξε αὐτοκράτορες θεολόγους, πού θεολογοῦσαν ὄχι ὡς φιλόσοφοι, στοχαστικά καί διανοητικά, ἀλλά μέσα ἀπό τήν πράξη τῆς ἀσκήσεως καί μετανοίας, βάπτοντας τόν κάλαμο στά νάματα τῆς πίστεώς τους καί στά δάκρυα τῆς μετανοίας τους. Ἕνας ἀπό αὐτούς ἦταν καί ὁ Θεόδωρος B΄ Λάσκαρις (1222—1258), πού κάθισε στό θρόνο τῆς ‘Ελληνικῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Νικαίας μερικά μόνο χρόνια (1254—1258).


Φύση ἀσθενική, ἀλλά καί καλλιτεχνική, ὁ Θεόδωρος B΄, λίγο πρίν ἀπό τό θάνατό του, ἀναζήτησε τήν σωτηρία στό Μοναστήρι. Ἔγινε μοναχός, παίρνοντας τό ὄνομα Θεοδόσιος. «Ἀσθενής σάρξ τόσον διά νά διοικήσῃ, ὅσον καί διά νά λυτρωθῇ» -κατά τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ Καθηγ. Νικ. Τωμαδάκη-, ἀκολούθησε τήν κοινότατη παράδοση τοῦ Βυζαντίου/Ρωμανίας τῆς καταφυγῆς στό Μοναστήρι, πού λειτουργεῖ στήν Ὀρθοδοξία ὡς «ἰατρεῖον πνευματικόν», στό ὁποῖο μπορεῖ ὁ πιστός νά ἐπιτύχει τήν κάθαρσή του ἀπό τά πάθη, γιά νά καταστεῖ δυνατή ἡ πορεία του στή σωτηρία-θέωση. Ἦταν φυσικό, συνεπῶς, τό ἱερό Πρόσωπο τῆς Παναγίας νά βρίσκεται στό κέντρο τοῦ πνευματικοῦ του ἀγώνα, ἀφοῦ Αὐτή μαζί μέ τόν «μείζονα ἐν γεννητοῖς γυναικῶν», τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, εἶναι στήν Ὀρθοδοξία τά πρότυπα καί οἱ χειραγωγοί τῶν ἀσκουμένων, τῶν ἀγωνιζομένων γιά τή λύτρωσή τους πιστῶν.

Η ἀγάπη τοῦ Θεοδώρου Λασκάρεωςκαί ἡ ἀφοσίωσή του στήν Παναγία ἐκφράσθηκε σέ σπουδαιότατα ποιητικά καί ἐγκωμιαστικά κείμενά του, πού κατέχουν σημαντική θέση στό θεολογικό καί γενικότερα τό συγγραφικό του ἔργο. Στό ὑμνογραφικό του ἔργο εἶναι αἰσθητός συνεχῶς ὁ σπαραγμός τῆς καρδιᾶς του, καρπός εἰλικρινοῦς μετανοίας, ἡ συντριβή καί ταπείνωσή του, ἡ ἀταλάντευτη πίστη του στή βοήθεια τῆς Θεοτόκου καί στή δυνατότητα σωτηρίας. «Αἱ κραυγαί τῶν πόνων του ἀκούονται εἰς τήν ὑμνογραφίαν εἰλικρινέστεραι παρά ὁπουδήποτε» (Ν. Β. Τωμαδάκης).


Μέσα στήν πλουσιότατη ὑμνογραφική παραγωγή, πού σχετίζεται μέ τό Πρόσωπον τῆς Παναγίας, οἱ ὕμνοι αὐτοί τοῦ βασιλέως Θεοδώρου κατέχουν ἰδιαίτερη θέση. Εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα καί δυνατότερα ποιητικά δημιουργήματα, πού συνάγουν καί ἐκφράζουν ὅ,τι θά εἶχε νά ἐξομολογηθεῖ κάθε πάσχουσα χριστιανική καρδία πρός τή Θεοτόκο, ἡ ὁποία ὡς Παναγία, Μητέρα καί Παρηγορήτρια, μπορεί νά μεταφέρει στόν Υἱό καί Θεό της τά αἰτήματά μας.
 

Τό περιεχόμενο τοῦ Κανόνος.


Ὁ κανόνας τοῦ Λασκάρεως εἶχε ὅλες τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις, γιά νά περάσει ἀπό τό χῶρο τῆς προσωπικῆς ποιήσεως στή λειτουργική ποίηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. ‘Η κατανυκτικότητά του, ὁ ἐξομολογητικός καί θρηνητικός τόνος του, τά ἐνδιαφέροντα κάθε ψυχή αἰτήματά του, ὁ ὑμνητικός καί ἱκετευτικός παλμός του, γίνονται μέσα ἐκφραστικά σέ κάθε ἀνθρώπινη καρδιά καί προσευχή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.
 

Μιά συνοπτική θεώρηση, τῆς θεματικῆς τοῦ Κανόνος μπορεῖ νά συνοψισθεῖ στίς ἀκόλουθες ἐπισημάνσεις: Τό θέμα τοῦ Ποιήματος, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ σύνοψη τῆς ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας, εἶναι ὁ πρό τοῦ Θεοῦ ἱστάμενος «ταλαίπωρος ἄνθρωπος» (Ρωμ. 7,24), γεμάτος τραύματα ψυχικά καί σωματικά, ἀνίκανος νά βρεῖ τή λύτρωση καί τήν ἀπαλλαγή ἐκ τῶν δεινῶν. Γι’ αὐτό καί καταφεύγει στή Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού μόνη μπορεῖ νά τόν ὁδηγήσει τόσο στήν πρόσκαιρη (σωματική), ὅσο καί στήν αἰώνια (ψυχική) σωτηρία.


Θλίψεις, ἀνάγκες, πειρασμοί παντοῖοι συνθέτουν τό ζοφερό σκοτάδι τοῦ ἀγωνιζομένου στόν κόσμο αὐτό ἀνθρώπου κάθε ἐποχῆς καί γεωγραφικοῦ χώρου. Καταστάσεις, πού ἀγγίζουν συχνά τά ὁριακά τους σημεῖα καί ὁδηγοῦν στήν ἀπόγνωση καί τήν ἀπιστία.


‘Η πάλη τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό ὄχι σπάνια, μέσα ἀπό ὅλο αὐτό τό καταθλιπτικό βιοτικό βάρος, ὁδηγεῖ στήν πνευματική αὐτοκτονία, τή Θεομαχία. Γιατί εἶναι εὔκολο, ὅταν χαθοῦν oἱ προϋποθέσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογήσεως καί ἐπικρατήσουν κοσμικά - φεουδαρχικά κριτήρια, ὅπως τά φράγκικα, νά θεωρηθεῖ ὁ Θεός ὄχι ὡς Πατέρας (Λουκ. 15, 11 ἑ.ἑ) καί Ἀγάπη (A Ἰωάνν. 4, 8), ἀλλ’ ὡς ἐκδικητής καί τιμωρός τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας. Κάθε ἄνθρωπος, σέ στιγμές νηφαλιότητας καί αὐτοενδοσκόπησης, ἀναγνωρίζει τήν ἁμαρτία του, τά τραγικά του ἀτοπήματα, τήν ἀνομία καί ἀποστασία του.


Καί ὁ Θεόδωρος -καί γι’ αὐτό ἔγινε στόμα κάθε χριστιανικῆς καρδιᾶς- ἀναγνωρίζει τήν ἁμαρτωλότητα καί ἀναξιότητά του μπροστά στή Θεία καθαρότητα καί μεγαλωσύνη. Εἶναι «ὁ ταπεινός καί ἄθλιος» (γ, 1), ὁ «πανάθλιος» (δ, 2), «ὁ ἄσωτος» (δ, 3), πού παλεύει μέσα σέ μιάν ἀδυσώπητη τρικυμία «δεινῶν, συμφορῶν καί βλάβης καί κινδύνων καί πειρασμῶν» (ζ, 4). ‘Ως ὀρθόδοξος ὅμως πιστός, θρεμμένος μέσα στήν ἁγιοπατερική παράδοση τῶν Προφητῶν - Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν ‘Αγίων, ξέρει ὅτι ἡ ἐλπίδα του εἶναι πάντα στό Θεό, στή Χάρη καί Ἀγάπη του. Μέσα στήν ἀσίγαστη ἀγωνία του, στήν τραγική μοναξιά του, βλέπει σ’ Αὐτόν φῶς καί βοήθεια:


«Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον, θερμή προστασία, καί σήν βοήθειαν δός μοι τῷ δούλῳ σου... τῷ τήν σήν ἀντίληψιν ἐπιζητοῦντι θερμῶς...» (γ, 1).

Δέν στρέφεται ὅμως ἀπ’ εὐθείας στόν Θεό, οὔτε στόν Θεάνθρωπο Χριστό, ἀλλά στήν Παναγία. ‘Οποιαδήποτε προτεσταντική αἵρεση -κορύφωση τῆς ἐκλογίκευσης τῆς πίστεως στή φράγκικη Δύση- θά ἔσπευδε νά ἐπαναλάβει τίς γνωστές της κατηγορίες ἐναντίον τῆς ὀρθόδοξης παραδόσεως γιά τήν πίστη στήν πρεσβεία τῆς Θεοτόκου καί τῶν ‘Αγίων. Ὁ ποιητής μας, ὅμως, πού κινεῖται στό αὐθεντικό ἐκκλησιαστικό κλῖμα, ξέρει ὅτι «πολλά ἰσχύει δέησις Μητρός» καί τῶν φίλων τοῦ Χριστοῦ, τῶν ‘Αγίων. Οἱ Θεούμενοι - Ἅγιοι εἶναι oἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ πού ἔχουν σ’ Αὐτόν «παρρησίαν» καί μποροῦν νά «ἐρίζουν» ἀκόμη μαζί Του γιά τή σωτηρία μας. Γι’ αὐτό καί ἔχει τό θάρρος νά ὁμολογήσει:
 

«Καί ποῦ λοιπόν ἄλλην εὑρήσω ἀντίληψιν; ποῦ προσφύγω; ποῦ δέ καί σωθήσομαι; τίνα θερμήν ἕξω βοηθόν;... Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω, καί θαρρῶ καί καυχῶμαι καί προστρέχω τῇ σκέπῃ σου· σῶσόν με» (δ, 1· πρβλ. θ. 1). Μέσα στήν ἐπίγνωση τῆς ἀναξιότητάς του ὁ πιστός Βασιλεύς - Μοναχός Θεόδωρος καταφεύγει στήν πρεσβεία τῆς Θεοτόκου πρός τόν Υἱόν καί Θεόν της (α, 4). Γιατί ξέρει, ὅτι ἡ Παναγία συνδέεται μέ μιά εἰδική σχέση μέ τόν Χριστό, τόν Θεό καί Σωτήρα τοῦ κόσμου, τή σχέση τῆς μητρότητος. Γι’ αὐτό τήν ὁμολογεῖ ὡς «ἀληθῆ Θεοτόκον» (γ, 4), «Μητροπάρθενον», “Θεόνυμφον” (ε, 1) καί “Θεονύμφευτον” (α, 1), καταφάσκοντας ἔτσι τό σχετικό δόγμα τῆς Γ΄ καί Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. ‘Υπό τήν ἰδιότητά της αὐτή ἡ Παναγία ὄχι μόνο «σώζει», ὅπως εἴδαμε παραπάνω, ἀλλά καί χαρίζει ζωή, γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται «φυσίζωος» (γ, 4). ‘Ως Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡ Παναγία μετέχει τοῦ θείου ἀκτίστου φωτός καί μεταδίδει τό φῶς τῆς χάριτος: «'Αλλ’ ἡ φῶς τετοκυῖα, τό θεῖον καί προαιώνιον, λάμψον μοι τό φῶς τό χαρμόσυνον» (α, 1 πρβλ. ζ, 1).


Ἀξία:


‘Ο Κανόνας διατρανώνει τή ζωή μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν κοινωνία τῶν πιστῶν μέ τό Χριστό -τήν Κεφαλή- καί ὅλους τούς ‘Αγίους, μέ πρώτη τήν Παναγία. Αὐτός ὁ ἐκκλησιαστικός καί συνάμα ἐκκλησιολογικός του χαρακτήρας, τόν καταξίωσε σέ ὕμνο καί προσευχή τῶν ὀρθοδόξων. Τό ποίημα τοῦ Θεοδώρου Λασκάρεως διασώζει τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν Παναγία καί τή σχέση της μέ τόν Χριστό καί τό σῶμα του, τόν Λαό Του. Ἤδη ἀπό τά παραπάνω ἔχει φανεῖ ὁ δογματικός του πλοῦτος, εἰδικά ὡς πρός τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Στά προηγούμενα δογματικά ἐπίθετα - χαρακτηρισμούς τῆς Παναγίας πρέπει νά προστεθοῦν καί τά ἀκόλουθα: Πανάχραντος (α, 2), Δέσποινα (πολλ.), Κόρη (α, 4· γ, 2) -πού ἰσοδυναμεῖ μέ τό Παρθένος (δ, 3) καί Μητροπάρθενος (ε, 1), Πάναγνος (δ, 2), ‘Αγνή (η, 2), ἄσπιλος (δ, 3) «Δεσπότου Θεοῦ Μήτηρ» (8, 4), ὅλα φορτισμένα δογματικά - θεολογικά, πού συνιστοῦν τήν παραδοσιακή γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν Παναγία. Δογματικό χαρακτήρα καί ἁγιογραφικό ὑπόβαθρο ἔχουν καί οἱ χαρακτηρισμοί τοῦ τροπαρίου η, 4: “Χαῖρε θρόνε πυρίμορφε Κυρίου, χαῖρε θεία καί μανναδόχε στάμνε· χαῖρε χρυσή λυχνία, λαμπάς ἄσβεστος...”, ἀναφερόμενοι στήν ἰδιότητα τῆς Παναγίας ὡς Θεοτόκου.


Γενικά καί ἀπό πλευρᾶς ποιητικής ὁ Κανόνας εἶναι ἕνα ἀπό τά ἐπιτυχημένα δείγματα τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας, πού καί ἡ μορφή του μαρτυρεῖ ὅλα τά προσόντα καί τόν βαρύ φιλολογικό ὁπλισμό τοῦ μακαριστοῦ αὐτοκράτορος τῆς Νικαίας Θεοδώρου.


πρωτοπρ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ

*Ἀποσπάσματα ἀπό τό ὁμώνυμο ἄρθρο τοῦ συγγραφέως, πού βρίσκεται στόν τόμο «Νίκαια - Ἱστορία, Θεολογία, Πολιτισμός 325 - 1987», Ἔκδοση Ἱ. Μητροπόλεως Νικαίας, Νίκαια 1988



Καλοκαίρι στο Άγιον Όρος (του Φώτη Κόντογλου)



(οι ταξιδιωτικές εμπειρίες του Φ. Κόντογλου από το Άγιο Όρος-καταπληκτικός ο επίλογος!!!)
.
Στ᾿ Ἅγιον Ὄρος πῆγα πολλὲς φορές. Τὴν πρώτη φορὰ κάθησα παραπάνω ἀπὸ δυὸ μῆνες κ᾿ ἔκανα γνωριμία μὲ πολλοὺς πατέρες καὶ λαϊκούς, γιατὶ ὑπάρχουνε ἐκεῖ πέρα καὶ ἀγωγιάτες ἀρβανῖτες, παραγυιοὶ καὶ γεμιτζῆδες ποὺ φορτώνουνε κερεστὲ (ξυλεία) στὰ καράβια. Στὴ Δάφνη, ποὺ εἶναι ἡ σκάλα ποὺ πιάνουνε τὰ βαπόρια, βρισκόντανε καὶ κάτι ψαράδες κοσμικοί, κ᾿ ἐκεῖ γνωρίσθηκα μὲ τρεῖς Ἀϊβαλιῶτες καὶ περάσαμε πολὺ ἔμορφα. Ἀπὸ κεῖ πῆγα στὶς Καρυές, μὰ δὲν κάθησα πολύ, γιατὶ γύρευα θάλασσα.
.
Πῆγα στὸ μοναστήρι τῶν Ἰβήρων μαζὶ μὲ ἕνα γέροντα ποὺ πουλοῦσε βιβλία στὶς Καρυὲς καὶ ποὺ τὸν λέγανε Ἀβέρκιον Κομβολογᾶν. Σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστῆρι κάθησα κάμποσο. Πιὸ πολὺ μὲ τραβοῦσε ὁ ἀρσανᾶς, δηλαδὴ τὸ μέρος ποὺ βάζουνε τὶς βάρκες καὶ τὰ σύνεργα τῆς ψαρικῆς. Ἄφησα τὰ γένεια μου, τὰ ξέχασα ὅλα καὶ γίνηκα ψαρᾶς. Ἔτρωγα, ἔπινα, δούλευα, κοιμώμουνα μαζὶ μὲ τοὺς ψαρᾶδες ποὺ ἤτανε ὅλο καλόγεροι, οἱ πιὸ πολλοὶ Μπουγαζιανοί, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης. Τί ξέγνοιαστη ζωὴ ποὺ πέρασα! Ἰδιαίτερη φιλία ἔδεσα μὲ τρεῖς. Ὁ ἕνας ἤτανε ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, καλὴ ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός, πρόθυμος στὸ κάθε τί κ᾿ εἶχε καλογερέψει ἀπὸ μικρός: τὸν λέγανε Βαρθολομαῖο. Ὁ ἄλλος ἤτανε ὡς σαράντα χρονῶν, ψαρᾶς ἀπὸ τὸ χωριό του, κοντόφαρδος, ἁπλός, ἥσυχος, λιγομίλητος, ἄκακος, «πτωχὸς τῷ πνεύματι», ταπεινὸς καὶ τὸν λέγανε Βασίλειο. Ὁ ἄλλος ἤτανε γέρος σὰν τὸν ἅγιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζῆς καὶ τὸν λέγανε Νικάνορα. Ὁ Βαρθολομαῖος διάβαζε καὶ βιβλία μὲ ταξίδια θαλασσινά. Ἀνάμεσα σὲ ἄλλα εἶχε στὸ κελλί του καὶ τὰ δυὸ τρία βιβλία τοῦ Ἰουλίου Βέρν. Μ᾿ αὐτὸν ψαρεύαμε ἀστακούς. Ἔβγαζε καὶ κοράλλια καὶ μοῦ ἔδειχνε πῶς νὰ τὰ ψαρεύω.

.
Ὁ ἀρσανὰς ἤτανε ἕνα σπίτι μακρύ, χτισμένο ἀπάνω στὴ θάλασσα μέσα σ᾿ ἕναν κόρφο ποὺ τὸν ἀποσκέπαζε ἕνας κάβος καὶ γιὰ κεραμίδια εἶχε μαῦρες πλάκες. Μπροστὰ εἶχε κάτι ξέρες ποὺ σκάζανε οἱ θάλασσες ὅποτε ἔπερνε βοριᾶς, κι ἀπὸ πάνω κατεβαίνανε τὰ βράχια φυτρωμένα μὲ μυρσίνες, μὲ πουρνάρια καὶ κάθε ἄγριο χαμόδεντρο. Ὁ ἀρσανᾶς εἶχε πεντέξη κάβιες (κάμαρες) ἀραδιασμένες καὶ μπροστὰ εἶχε ἕνα χαγιάτι ποὺ ἀκουμποῦσε σὲ κάτι δοκάρια ἀπὸ ἀγριόξυλα. Ἐκεῖ μέσα κοιμόμαστε. Ἀπὸ κάτω εἶχε κάτι χαμηλὲς καμάρες καὶ μέσα στὶς καμάρες τραβούσανε τὶς βάρκες. Τὰ δίχτυα τὰ ἁπλώνανε ἀπάνω στὰ μπαρμάκια (κάγκελα) τοῦ χαγιατιοῦ. Ἐκεῖ ποὺ κοιμόμαστε ἀκούγαμε ἀπὸ κάτω μας τὴ θάλασσα ποὺ ἔμπαινε μέσα στὶς καμάρες καὶ κυλοῦσε τὰ χαλίκια καὶ μᾶς νανούριζε. Παλιὰ εἰκονίσματα ἤτανε κρεμασμένα μέσα στὸν ἀρσανᾶ κ᾿ ἔκαιγε ἀκοίμητο καντήλι.
.
Ἄφησα ὑγεία στοὺς Ἰβηρῖτες καὶ τράβηξα μὲ τὰ πόδια καὶ πῆγα στὸ μοναστῆρι τοῦ Καρακάλλου. Κ᾿ ἐκεῖ πέρασα πολὺ καλά· οἱ πατέρες μὲ εἴχανε σὰν δικό τους. Αὐτὸ τὸ μοναστῆρι εἶναι κοινόβιο καὶ τότες εἴχανε ἡγούμενο ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο, τὸν Κοδρᾶτο, γέροντα ἥσυχον, εἰρηνικόν, ποιμένα ἀληθινόν, ἡ καταγωγή του ἀπὸ τὰ Ἀλάτσατα. Ὁ ἀρσανᾶς τοῦ Καρακάλου ἤτανε ἐπίσημος, ἕνας βυζαντινὸς πύργος χτισμένος ἀπάνω σ᾿ ἕναν βράχο. Κάθησα κ᾿ ἐκειπέρα κάμποσες μέρες. Ἀπὸ κεῖ πῆγα στὸ Μοναστήρι τῆς Μεγίστης Λαύρας, ποὺ βρίσκουνται πολλὰ κειμήλια κ᾿ οἱ θαυμαστὲς ἁγιογραφίες τοῦ Θεοφάνη τοῦ Κρητός.
.
«Τότε σηκώνεσαι καὶ σύ, καὶ παίρνεις καὶ τὴν ῥάβδαν,
περιπατεῖς καὶ ἔρχεσαι εἰς τὴν ἁγίαν Λαύραν.
Καὶ ἀναπαύεσαι ἐκεῖ ὅσον καιρὸν θελήσεις,
ὅσον νὰ εὕρῃς συντροφιὰν καὶ πλοῖον νὰ κινήσεις».
.
Ἀπὸ κεῖ λοιπὸν ἐπῆρα κ᾿ ἐγὼ τὴν ῥάβδαν καὶ τράβηξα νὰ πάγω στὰ Καψοκαλύβια. Μαζί μου ἦρθε κ᾿ ἕνας ἁπλοϊκὸς καλόγερος, ψηλὸς κι ἀδύνατος, μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε ψωμᾶς στὸ μοναστήρι. Τὸ μονοπάτι περνᾶ ἀπὸ ἅγια κ᾿ ἔμορφα μέρη, ὡς ποὺ φτάνει ἀπάνω ἀπὸ κάτι θεόχτιστους κάβους, ποὺ κοιτάζουνε κατὰ τὴ νοτιά, στ᾿ ἀνοιχτὸ πέλαγο. Ἀπὸ τὸ μέρος τῆς στεριᾶς στέκεται ἀπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου ὁ Ἄθωνας. Σ᾿ ἕνα μέρος βλέπεις τὴν ποδιὰ τοῦ βουνοῦ ποὺ στέκεται κοφτὴ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, σὰν νἆναι κομμένη μὲ τὸ μαχαίρι, λὲς καὶ ξεκόλλησε πρὸ λίγη ὥρα ἕνα κομμάτι βουνὸ κ᾿ ἔπεσε στὴ θάλασσα. Κι ἀληθινά, ὅπως μοῦ εἴπανε πιὸ ὕστερα οἱ Καψοκαλυβίτες, κόπηκε τὸ βουνὸ μιὰ μέρα στὰ 1900, κ᾿ ἔπεσε μονοκόμματο στὴ θάλασσα καὶ πλάκωσε δυὸ τρία ψαραδόσπιτα μὲ καμιὰ δεκαριὰ πατέρες. Ὁ σεισμὸς κούνησε ὅλη τὴ Μακεδονία.
.
Στὰ Καψοκαλύβια κάθησα πιὸ πολὺν καιρὸ ἀπὸ τ᾿ ἀλλὰ τὰ μοναστήρια. Τόσο δικό τους μὲ εἴχανε οἱ πατέρες, ποὺ ὅποτε κάνανε σύναξη ἔπρεπε νὰ καθήσω κ᾿ ἐγὼ στὸ συμβούλιο ποὺ συζητούσανε «τὰ τῆς σκήτεως». Μ᾿ ἔχουνε γράψει καὶ στοὺς ἱδρυτὰς καὶ μὲ μνημονεύουνε μετὰ τῆς συμβίας καὶ τῶν τέκνων. Ἰδιαίτερη φιλία ἔδεσα μὲ τὸν πάτερ Ἰσίδωρο, ποὺ μ᾿ εἶχε στὸ κελλί του. Ἄλλη φορὰ ἔγραψα πολλὰ γιὰ δαῦτον. Τότες ἤτανε ὡς τριανταπέντε χρονῶν κ᾿ εἶχε γιὰ δόκιμο τὸν μπαρμπα-Χαραλαμπο ἀπὸ τὸ Καστελλόριζο, ὡς ἑβδομήντα χρονῶν, τελώνιο τῆς θάλασσας, ποὺ ἔζησε φουΐστρος στὰ βαπόρια καὶ ταξίδευε ἴσαμε τὸν Κίτρινο ποταμὸ τῆς Κίνας.
.
Εἶχε ἔρθει μιὰ μέρα στὰ Καψοκαλύβια ἕνας καλόγερος ἀπὸ κάποιο ψαραδόσπιτο ποὺ ἤτανε ἀνάμεσα στὸν κάβο Σμέρνα καὶ στὰ Καψοκαλύβια, καὶ τὸν φιλοξένησε ὁ πάτερ Ἰσίδωρος, καὶ γνωρισθήκαμε. Τὸν λέγανε Νεῖλο, κ᾿ ἤτανε Μυτιληνιός. Φεύγοντας μὲ προσκάλεσε νὰ πάγω στὸ κελλί του. Σὲ δυὸ τρεῖς μέρες, πῆγα. Στὸ Ὄρος βλέπει κανένας πολλὰ ἀσυνήθιστα πράγματα καὶ χτίρια, πλὴν τὸ κελλὶ τοῦ πάτερ Νείλου ἤτανε ἀπὸ τὰ πιὸ παράξενα. Σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος κατεβαίνανε δυὸ ραχοκοκαλιὲς ἀπὸ βράχια καὶ κάνανε δυὸ κάβους ποὺ τραβούσανε βαθειὰ στὴ θάλασσα, ὁ ἕνας πολὺ κοντὰ στὸν ἄλλον, τόσο, ποὺ ἔλεγες πῶς τὸ νερὸ ποὺ βρισκότανε ἀνάμεσά τους ἤτανε ποτάμι κι ὄχι θάλασσα. Ἐκεῖ ποὺ ἔσμιγε ὁ ἕνας κάβος μὲ τὸν ἄλλον, σηκωνόντανε δυὸ ράχες ἀπὸ βράχια κ᾿ ἤτανε τόσο κοντά, ποὺ σκοτεινιάζανε ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἂς ἔλαμπε ὁ ἥλιος τὸ καλοκαίρι.
.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν τρύπα, ἤτανε χτισμένος ὁ ἀρσανᾶς τοῦ πάτερ Νείλου. Τὰ νερὰ ἤτανε ἄπατα καὶ σκοτεινὰ μέσα σὲ κεῖνο τὸ κανάλι. Τὸ σπίτι τὄχανε χτισμένο λίγο παραπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, θεμελιωμένο στὸ βράχο, μὲ χαγιάτια καὶ μὲ καμάρες, ὅπως συνηθίζεται στὸ Ὄρος ἀπὸ τὰ παληὰ χρόνια, μὲ μαῦρες πλάκες ἀντὶ γιὰ κεραμίδια. Λίγο παραπάνω ἤτανε χτισμένη ἡ ἐκκλησιά, μικρή, μὲ σκαλιστὸ τέμπλο καὶ μὲ ὅλα τὰ καθέκαστα. Ἀποπάνω κρεμότανε ἕνα βουνὸ δασωμένο καὶ στὴν κορφὴ εἶχε ἕνα βράχο ἀπότομο, μ᾿ ἕνα σπήλαιο. Σ᾿ αὐτὸ τὸ σπήλαιο ἀσκήτευε πρὸ λίγα χρόνια ἕνας γέροντας ποὺ στάθηκε στὰ νιάτα του ὁπλαρχηγὸς στὴ Μακεδονία. Τώρα εἴχανε φωλιάσει ὄρνια μέσα στὴ σπηλιὰ καὶ τἄβλεπα ποὺ περνᾶνε βόλτες γύρω στὴ ράχη.
.
Ὁ Νεῖλος καὶ ἡ συνοδεία του εἴχανε δυὸ τράτες καὶ δυὸ βάρκες. Ἤτανε ἑφτὰ-ὀχτὼ νοματέοι, πέντε μεγάλοι καὶ δυὸ-τρία καλογεροπαίδια. Ὅλοι τους ἤτανε ἡλιοκαμένοι, μαῦροι σὰν ἀραπάδες. Ὁ πάτερ Νεῖλος εἶχε ἀπάνω του μιὰ ἡσυχία καὶ μιὰν ἁπλότητα ποὺ σὲ ἔκανε νὰ τὸν ἀγαπήσεις καὶ νὰ τὸν σεβαστεῖς. Λιγόλογος, μὰ ὁλοένα ἤτανε χαμογελαστὸ τὸ πρόσωπό του, μὲ κάτι χείλια χοντρὰ σὰν τοῦ ἀράπη, μὲ μαῦρα καὶ πυκνὰ γένεια, ποὺ φυτρώνανε κάτω ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ σκεπάζανε τὰ μάγουλά του. Μὲ τὴ σκούφια ποὺ φοροῦσε ἤτανε ἴδιος βαβυλώνιος. Ξυπόλητος, ὅπως δὰ ἤτανε ὅλοι τους, φοροῦσε ἀπάνω ἕνα σκοῦρο πουκάμισο καὶ κάτω ἕνα βρακὶ ἀνατολίτικο ἴσαμε τὰ γόνατα.
.
Τὶς μέρες ποὺ κάθησα ἐκειπέρα, ὁ Νεῖλος κ᾿ ἕνας δόκιμος δὲν πηγαίνανε μὲ τὴν τράτα γιὰ νὰ μοῦ κρατήσουνε συντροφιά. Ἤτανε κ᾿ ἕνας γέρος, πάτερ Ἀθανάσιος, ποὺ φύλαε πάντα τὸ σπίτι. Σὰν γυρίζανε ἀπὸ τὸ ψάρεμα, βγάζανε τὰ ψάρια ἔξω κι ἀφοῦ διαλέγανε λίγα χοντρὰ γιὰ νὰ φᾶμε, κι ἄλλα γιὰ πάστωμα, τὰ ψιλὰ τὰ κάνανε ἕναν σωρὸ καὶ τ᾿ ἀφήνανε νὰ σιτέψουν γιὰ νὰ τ᾿ ἁλατίσουνε. Ἀπὸ τὰ χοντρὰ παστώνανε πολλοὺς ροφούς, νἄχουνε τὸ χειμώνα. Ψιλά, μαρίδα καὶ σαρδέλλα, παστώνανε πολλὰ βαρέλια καὶ τὰ στέλνανε στὴ Σαλονίκη. Καθόντανε σταυροπόδι γύρω στὸ σωρὸ καὶ παστώνανε. Ὅλο τὸ σπίτι μύριζε μιὰ τέτοια ψαρίλα, ποὺ στὴν ἀρχὴ γυρίζανε ἄνω κάτω τὰ στομάχια μου. Μὰ σιγὰ σιγὰ συνήθισα καὶ δὲν καταλάβαινα τὴν ψαρίλα σχεδὸν ὁλότελα. Συλλογιζόμουνα κιόλας πὼς ἔτσι θὰ μυρίζανε κι ὁ Χριστὸς κ᾿ οἱ ἀπόστολοι. Οἱ ἄνθρωποι κι ὅ,τι ἔπιανες, ὅλα μυρίζανε ψαρίλα. Ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ἐκκλησιὰ ἔνοιωθες αὐτὴ τὴ μυρουδιά.
.
Τὶς ὧρες ποὺ λείπανε οἱ ἄλλοι στὸ ψάρεμα, κουβεντιάζαμε μὲ τὸν πάτερ Νεῖλο γιὰ θρησκευτικὰ καὶ γιὰ τὰ ἱστορικὰ τοῦ σπιτιοῦ του, τί φουρτοῦνες περάσανε, τί θεριόψαρα συναντήσανε, τί καΐκια βουλιάξανε ἀπὸ τότες ποὺ κάθησε σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος κι ἀλλὰ λογιῶ-λογιῶν. Ἄλλη φορὰ πάλι, ἐκεῖ ποὺ καλαφάτιζε μιὰ βάρκα τραβηγμένη ἔξω, ἔψελνε μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή του, κ᾿ ἔκανε τὸν δεξιὸ ψάλτη κι ἐγὼ τὸν ἀριστερόν. Λέγαμε τὶς Καταβασίες τῆς Μεταμορφώσεως (γιατὶ ἤτανε κεῖνες οἱ μέρες τοῦ Αὐγούστου) «Χοροὶ Ἰσραὴλ ἀνίκμοις ποσί, πόντον ἐρυθρὸν καὶ ὑγρὸν βυθὸν διελάσαντες», τὰ Πασαπνοάρια μὲ τὸ δοξαστικὸ «Παρέλαβεν ὁ Χριστὸς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην», κ᾿ ὕστερα λέγαμε ἀργῶς καὶ μετὰ μέλους τὸ κοινωνικὸ «Ἐν τῷ φωτὶ τῆς δόξης τοῦ προσώπου σου, Κύριε, πορευσόμεθα εἰς τὸν αἰῶνα». Στὸ τέλος ὅμως ψέλναμε πάντα τὸ «Εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ δι᾿ αὐτῶν τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι». Δὲν μπορῶ νὰ παραστήσω τὸ πόσο συγκινημένη ἤτανε ἡ καρδιά μου σὰν ἄκουγα νὰ ψέλνει ὁ ψαρᾶς ὁ πάτερ Νεῖλος, ξυπόλητος, μὲ τὸ κατραμωμένο βρακί, μὲ τὰ φύκια κολλημένα ἀπάνω στὰ γυμνὰ ποδάρια του, νὰ ψέλνει μὲ κείνη τὴν ἀρχαία μελωδία καὶ νὰ λέγει στίχους ἰαμβικούς, καὶ παραπέρα ν᾿ ἀφρίζουνε τὰ παμπάλαια ἑλληνικὰ κύματα κι ὁ ἀγέρας νὰ βουΐζει πανηγυρικὰ ἀπάνω στὰ θεόχτιστα βράχια καὶ στὰ δέντρα!
.
Μὰ ἡ πιὸ βαθειὰ κι ἡ πιὸ παράξενη συγκίνηση μ᾿ ἐπίανε τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς ἄλλες γιορτινὲς μέρες ποὺ λειτουργοῦσε ὁ πάτερ Νεῖλος ὁ ψαρᾶς καὶ γινότανε ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, αὐτὸς ποὺ τὸν ἔβλεπα τὶς ἄλλες μέρες ν᾿ ἁλατίζει ψάρια, νὰ καλαφατίζει βάρκες, νὰ ματίζει σκοινιά, νὰ γραντολογᾶ καραβόπανα, νὰ βολεύει ἄγκουρες, νὰ μπαλώνει δίχτυα, μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία του! Καὶ στὴ λειτουργία γινότανε σὰν πατριάρχης, μὲ τὸ ἐπανωκαλύμμαυχο, μὲ τὸ χρυσὸ φελάνι, μὲ τὰ ἐπιμάνικα, μὲ τὸ ἐπιγονάτιο, καὶ δεότανε μυστικῶς μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα «ὑπὲρ τῶν τοῦ λαοῦ ἁγνοημάτων», «ὡς ἐν δεδομένος τὴν τῆς ἱερατείας χάριν». Ὤ! Τί ἐξαίσια καὶ φρικτὰ μυστήρια ἔχει ἡ ταπεινὴ Ὀρθοδοξία μας! Μὰ ἡ καρδιά μου δάκρυζε ἀληθινὰ ἀπὸ ἅγια χαρὰ κι ἀπὸ κατάνυξη, σὰν στρώνανε γιὰ νὰ φᾶμε κ᾿ εὐλογοῦσε τὴν τράπεζα ὁ πάτερ Νεῖλος μὲ τὰ θαλασσοψημένα δάχτυλά του, ἐνῶ γύρω στεκόντανε μὲ σταυρωμένα χέρια ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοὶ ψαρᾶδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι ἀπὸ τὸν κόσμο μέσα σὲ κείνη τὴν καταβόθρα. Κ᾿ ἔλεγε μὲ τὴν ταπεινὴ φωνή του ὁ πάτερ Νεῖλος: «Χριστὲ ὁ Θεός, εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν τῶν δούλων σου, ὅτι ἅγιος εἶ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἐνῶ μᾶς ἀπόσκιαζε ἡ πλώρη τοῦ τρεχαντηριοῦ κ᾿ ἡ ἁρμύρα ἐρχότανε ἀπὸ τὸ βουερὸ τὸ πέλαγο.
Φώτης Κόντογλου

Πηγή: http://www.paterikiorthodoxia.com/

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Λίγη πίστη, περισσότερη στεναχώρια

Λίγη πίστη, περισσότερη στεναχώρια
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Όσο λιγότερη πίστη έχουμε, τόσο περισσότερη είναι η στεναχώρια μας. Μια από τις σπουδαιότερες ωφέλειες της πίστης είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τις πολλές στεναχώριες.
Όσο το παιδί γνωρίζει πώς υπάρχει ο πατέρας, που φροντίζει για το σπίτι και για όλες τις δουλειές του σπιτιού, κάθε στεναχώρια του τελειώνει γρήγορα με τραγούδι.
Μόλις όμως χαθεί αυτή η αίσθηση, σωπαίνει το τραγούδι! Τότε το παιδί αισθάνεται ορφανό και μόνο, περιτριγυρισμένο από στεναχώριες, αισθάνεται περιτριγυρισμένο από ένα σμήνος σφίγγες.
Όσο περισσότερο ο άνθρωπος προσπαθεί μόνος του, με τις δικές του δυνάμεις να «ξεφορτώσει» τις στεναχώριες του, τόσο περισσότερο μπερδεύεται στα δίχτυα τους.
Η χαρά σβήνει, τα μαλλιά ασπρίζουν, το σώμα «εξατμίζεται», ο θυμός μαζεύεται, μέχρι που ο άνθρωπος καταλήγει σαν μία τσάντα ξηρού δέρματος γεμάτη θυμό, σκυμμένη πάνω από τον τάφο...
Πηγή: inpantanassis.blogspot.gr
             http://www.agioritikovima.gr/

Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Οι κρυφοί αιρετικοί και ο αποστεωμένος ορθολογισμός (Φώτης Κόντογλου)


Σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, οι αιρετικοί πληθαίνουνε μέσα στην Εκκλησία μας, παρεκτός τους απ' έξω. Οι απ' έξω αιρετικοί είναι φανεροί. Εδώ θα μιλήσω για τους κρυφούς αιρετικούς, τους κρυφοδαγκανιάρηδες σκύλους, αυτούς που μας φέρνου­νε τον προτεσταντισμό και τον καθολικισμό από τη Δύση, εκεί που πάνε και σπουδάζουνε.

Και πως να μην τον φέρουνε; Αργήσανε μάλιστα. Χρόνια και χρόνια γίνεται αυτή η δουλειά. Παράξενο θά 'τανε να μην τον φέρουνε. Αυτοί, όμως, δεν φανε­ρώνονται σαν αιρετικοί, μήτε κ' οι όμοιοί τους τους θεωρούνε για αιρετικούς. Μιλάνε συχνά, σαν παπαγά­λοι, για ορθοδοξία, αλλά για μια ορθοδοξία «εξελιγμέ­νη», συγχρονισμένη, «ευρωπαϊκή Ορθοδοξία». Τούτη η Ορθοδοξία που έχουμε και που την κληρονονήσαμε από τους πατεράδες μας, είναι παλιά, είναι βλάχικη Ορθοδοξία, που δεν πάει να την έχουνε μοντέρνοι άν­θρωποι, που ζήσανε στην Ευρώπη και στην Αμερική!

Κάθε τόσο έρχεται στην Ελλάδα μια φουρνιά από νεαρούς θεολόγους, που σπουδάσανε στην Ευρώπη και που δεν μπορούνε πια να χωνέψουνε τίποτα από τα δικά μας. Όλα τους φαίνονται κουτσά και στραβά, και δουλεύουνε φανατικά για να χαλάσουνε την αγνή και σωστή πίστη του λαού μας. Θά 'λεγε κανένας πως γι' αυτούς έγραψε ο απόστολος Παύλος τα παρακάτω λό­για: «δια τους παρεισάκτους ψευδαδέλφους, οίτινες παρεισήλθον κατασκοπήσαι την ελευθερίαν ημών, ην έχομεν εν Χριστώ Ιησού, ίνα ημάς καταδουλώσωνται» (Γαλάτ. β', 4).
Ο Ορθόδοξος λαός μας έχει, αληθινά, την ελευθε­ρία της πίστεως την εν Χριστώ Ιησού, και τούτοι οι νέοι γραμματείς με τα διπλώματα, θέλουνε να μας καταδουλώσουνε στα αμαρτωλά ορθολογιστικά συ­στήματα της Δύσης.

Οι περισσότεροι σπουδαστές μας, μόλις πατήσουνε στην Ευρώπη απομένουνε εμβρόντητοι από τις ψευτοφιλοσοφίες που διδάσκουνε κάποιοι σπουδαίοι καθη­γητές, και μάλιστα σε ξένη γλώσσα. Η ξένη γλώσσα τους κάνει μεγάλη εντύπωση! Κατάπληξη τους κάνου­νε κ' οι μεγάλες, πολιτείες, οι φαρδιοί δρόμοι, τα με­γάλα χτίρια, οι λεωφόροι, τα τραίνα, οι λογής-λογής μηχανές, οι αγορές, το πολύ χρήμα, τα βλοσυρά Πανε­πιστήμια. Κι αυτό γίνεται, γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους σπουδαστές είναι χωριατόπουλα, που νοιώθουνε μέσα τους ντροπή για το χωριό τους, κι ό,τι βλέπουνε κι ακούνε, είναι γι’ αυτούς ουρανοκατέβατο!
Τους ξέρω καλά αυτούς τους σπουδαστές, γιατί κι εμείς περάσαμε από κείνες τις χώρες, και ζήσαμε σ' αυτές κάμποσα χρόνια. Όποτε ερχόντανε στην Ευρώ­πη από την Ελλάδα, ήτανε, στην αρχή, σαστισμένοι και ζαρωμένοι, σαν και κείνα τα μαντρόσκυλα που ακολουθήσανε τον τσομπάνο και βρεθήκανε στο κέντρο της πολιτείας, μέσα στην οχλοβοή κι ανάμεσα στ' αυ­τοκίνητα, και σαστίσανε, τα κακόμοιρα, και βάζουνε την ουρά τους ανάμεσα στα σκέλια τους, τρομοκρατη­μένα. 

Μα σαν γυρίσουνε στο μαντρί, την ξανασηκώνουνε περήφανα, και γίνουνται θηρία ανήμερα. Μ' αυ­τά τα σκυλιά μοιάζανε, στα μάτια τα δικά μας, που είχαμε ζήσει πριν από χρόνια στις μεγάλες πολιτείες, εκείνα τα νεοφερμένα Ελληνόπουλα, που μας θεωρούσανε στην αρχή σαν προστάτες τους, κ' ήτανε ταπεινά και φρόνιμα. Μα με τον καιρό ξεθαρρεύανε, και πολλά απ’ αυτά παίρνανε στο τέλος έναν εγωισμό σιχαμερόν, μιλώντας με καταφρόνηση για την πατρίδα τους. Και πολλά απ' αυτά, σαν γυρίζανε πίσω στην Ελλάδα, κάνανε τα θηρία, κάνανε τους πάνσοφους, κάνανε τους προφέσσορας, μιλώντας ολοένα για την Ευρώπη και για την κακομοιριά τη δική μας σε όλα τα πράγματα. Γι' αυτό λέγω, πως η Ευρώπη είναι η δοκιμαστική πέτρα για κάθε έναν από μας, που θα πάει σε κάποια χώρα της: ή θα γίνει πίθηκος ξενόδουλος, θαυμάζοντας σαν ουρανοκατέβατα όλα όσα βλέπει κι ακούει σε κεί­νη τη χώρα, και θ' αρνηθεί το γάλα της μάνας του, ή θα καταλάβει πόσο ψεύτικα είναι τα φανταχτερά στο­λίδια της, και πόση βαρβαρότητα υπάρχει κάτω από την πολιτισμένη επιφάνειά της, και θα αγαπήσει με πάθος τον τόπο του, νοιώθοντας «με επίγνωση», την πνευματική της ευγένεια και την υπεροχή μας, μπρο­στά σε κείνες τις ανθρωπομερμηγκιές.


*Πώς, λοιπόν, να μην έχουνε την ιδέα οι νεοφερμέ­νοι σπουδαστές της θεολογίας, πως εκεί βρίσκεται κ' η τελειοποιημένη θρησκεία, η ευρωπαϊκή, η συγχρονι­σμένη, η επιστημονική, η αξία να την έχουνε άνθρωποι εξελιγμένοι; Παραλυμένοι όπως είναι από τον θαυμα­σμό, δεν ρωτάνε τι σχέση μπορεί νά 'χει ο Χριστός και η θρησκεία του, το μυαλό τους, η καρδιά τους, όλα τους είναι κουρντισμένα σα κανένα ρολόγι. Μπα! Ί­σια-ίσια, αυτό το κρύο κι άψυχο σύστημα της ζωής κάνει μεγάλη εντύπωση στον άνθρωπο που βρίσκεται σε πνευματικό ξεπεσμό. Γίνεται ψωροφαντασμένος και περήφανος, και καταφρονεί κάθε δικό του, αρνιέται τη μάνα του και τον πατέρα του, καταντά παίγνιο και ενεργούμενο στα χέρια των καθηγητάδων του, παίρνει όρκο στ' όνομά τους, γίνεται ένα ελεεινό ρομπότ της ξενολατρείας. Μάλιστα, ο τέτοιος σπουδαστής της θεολογίας, γίνεται χειρότερος ξενολάτρης από τον φοι­τητή τής γιατρικής ή της μηχανικής, επειδή έχει πιο ζωηρό μέσα του το αίσθημα της κατωτερότητας, γιατί η «επιστήμη του» έχει σχέση με τους παπάδες και με τους καλόγερους. Βάλε και τον πειρασμό τής γυναί­κας, που δεν τα θέλει τα θρησκευτικά, και περιφρονεί τους θεολόγους. Λοιπόν, ο «σπουδαστής τής θεολο­γίας» δεν θέλει να βλέπει και να ακούει παπά δικό μας, μηδέ εκκλησία δική μας, μήτε λειτουργία δική μας, μήτε εικόνα δική μας, μηδέ ψαλμωδία δική μας, τίπο­τα ορθόδοξο. Φουρκίζεται με τα μοναστήρια μας, με τις σκουριασμένες ιδέες πό 'χουνε οι Έλληνες χρι­στιανοί, «με την μεσαιωνική τυπολατρικήν παράδοσίν μας». Περιφρονεί τους Πατέρας τής Ορθοδοξίας. Δεν θέλει αγίους μέσα στην ορθολογιστική «επιστήμη» τής θεολογίας, αλλά σοφούς προφέσσορας, «που ερευνούν με επιστημονικήν αντικειμενικότητα την θρησκείαν, αδιαφορούντες δια τας δεισιδαίμονας προκαταλήψεις». Κατά βάθος, τούτοι οι ψωροπερήφανοι εκτιμούν περισσότερο τους «επιστήμονας» καθηγητάς τής θεολο­γίας που είναι άθεοι. Γι' αυτούς τους δυστυχείς, που δεν νοιώθουνε μέσα τους καμμιά πνευματικότητα, εί­ναι μέγα πράγμα ο ορθολογισμός, που τους δείχνει κι αυτούς «επιστήμονας», κ' η αντιπνευματική αντίληψη που έχουνε για τη θρησκεία οι πρακτικοί άνθρωποι της Δύσης, είναι γι' αυτούς το μόνο που μπορούνε να κα­ταλάβουνε απ' αυτή. Γι' αυτό, ερχόμενοι στην Ελ­λάδα, αρχίζουνε να λένε, ό,τι ακούγανε στα θρανία τής Ευρώπης, μηχανικά φερέφωνα, παπαγάλοι χωρίς καμ­μιά πνοή. Πολλοί απ' αυτούς είναι ισόβιοι μαθητές των καθηγητών τους, κι ως που να πεθάνουνε παραμι­λάνε, κοπανίζοντας στερεότυπα τα «θέσφατα» που ακούσανε τον καιρό που ήτανε νέοι....

*Λένε, λοιπόν, πως η Ορθοδοξία είναι αποστεωμένη, και πως κατάντησε «στο σύγχρονο κόσμο μοναχά σαν φύλακας κειμηλίων, σαν ταριχευτής μιας νεκράς παραδόσεως». Τα ψυχικά και πνευματικά ξερίχια, λέ­νε ταριχευτές τα σεμνώματα της Ελληνικής Ορθοδο­ξίας· οι πνευματικά νεκροθάφτες, λένε πεθαμένους ε­κείνους που έχουνε απάνω τους την ευωδία τής αιώ­νιας ζωής. Λένε ακόμα πως «στην Εκκλησία του Χριστού πρέπει ν' αρχίσουν κάποτε να λαμβάνωνται υπ' όψιν και οι άνθρωποι που διαθέτουν μια κάποια ανε­πτυγμένη κρίση και σκέψη και γι' αυτό δυσκολεύονται να ακολουθήσουν άβουλα και πειθαρχικά μια συγκεκρι­μένη φόρμουλα (Τι κατανυκτική λέξη «φόρμουλα»!) θρησκευτικής ζωής». Εκείνοι που έχουνε την ανεπτυγμένη κρίση και σκέψη, είναι οι ίδιοι που τα γράφουνε, ενώ όσοι αισθάνονται τη θρησκεία κατά τον ελληνικό τρόπο, είναι «καθυστερημένοι τυπολάτρες», μούμιες πεθαμένες, χωρίς τον παλμό της σπουδαίας εποχής μας.
Εξυμνούνε «τις ετερόδοξες θεολογίες», που είναι γεμάτες από την ψύχρα του ορθολογισμού κι από την ανυπόφορη μυρουδιά της απιστίας και του θανάτου. Πήρανε τα πρακτικά συνθήματα με τις υλιστικές σκο­πιμότητες από τους δυτικούς, που με το πρακτικό μυαλό τους καταντήσανε τη χριστιανική θρησκεία ένα εγκόσμιο σύστημα, και τα κουβαλήσανε σε τούτον τον τόπο» που άνθισε η αγνή κι αληθινή πίστη, και τσαμπουνάνε πως πρέπει να μιμηθούμε «τις ετερόδοξες θεολογίες που μας μιλάνε σήμερα για θεολογία της οικογένειας, θεολογία της εργασίας, θεολογία του γά­μου, θεολογία της ελευθερίας», κι άλλα τέτοια σπεσια­λιτέ, που σ' αυτά καταγίνουνται οι πρακτικοί Ευρω­παίοι, και που η πρακτικότητα και η πολύ θετική δρα­στηριότητα τους φανερώνει καθαρά ότι «ουκ έχουσι μέλλουσαν πόλιν, αλλά την ώδε μένουσαν επιζητούσιν». Γι’ αυτούς, το έργο της Μάρθας είναι ανώτερο από της Μαρίας, κι ας είπε ο Χριστός το ανάποδο! Η «επιστημονική θεολογία» δεν δίνει καμμιά σημασία στο τι είπε ο Χριστός, αλλά σε ό,τι λέγει ο πρακτικός ορθός λόγος, μεγάλ' η χάρη του! Αλλιώς, τί επιστή­μη θά 'τανε;
Η Μάρθα είναι η πρακτική Ευρώπη, κ' η Μαρία είναι η πνευματική Ελλάδα. Ωστόσο, οι ξιππασμένοι τούτοι δικοί μας, που «διαθέτουν κάποια ανεπτυγμένη κρίση», θαυμάζουνε τη Μάρθα, που πατά στερεά στη γη, και περιφρονούνε τη Μαρία, γιατί εκείνα που πι­στεύει είναι, για τους «ανθρώπους με κρίση και με σκέ­ψη», κάποια ασύστατα ονειροπολήματα και φαντα­σίες.

Κατά βάθος, τούτοι οι κύριοι και τον Χριστό τον ίδιο δεν τον θεωρούνε άξιο να είναι Θεός απάνω στη σημερινή τετραπέρατη και μηχανοκίνητη ανθρωπότη­τα, που θέριεψε με τις θετικές επιστήμες, αλλά δεν το φανερώνουνε, μήτε το λένε. Κρύβουνται φαρισαϊκά, μην έχοντας το θάρρος που έχει ο τίμιος άθεος. Αυτοί, κατά το παράδειγμα των πονηρών δασκάλων τους, θέ­λουνε μια θεολογία δίχως Θεό, για να μπορούνε κ' οι θεολόγοι να είναι ελεύθεροι διανοητές, κι όχι περιορι­σμένοι από δόγματα κι από παπαδίστικα πράγματα. «Μακρυά, λένε, από τέτοιες πρωτόγονες αντιλήψεις, που μας εκθέτουν στα μάτια των πολιτισμένων λαών, μακρυά από ασκητάδες και ντερβίσηδες και Πατέρες και μάρτυρες που, από την αγραμματοσύνη τους, πέ­σανε θύματα του φανατισμού τους. Ο ευρωπαϊκός Χριστιανισμός είναι η σημερινή θρησκεία, συστηματο­ποιημένος, επιστημονικός, μελετημένος. Αυτός αντα­ποκρίνεται στη σημερινή επιστημονική μηχανοκρατία, που τα ελέγχει όλα».
Κατά τη δική μου γνώμη, αν είχα για τη θρησκεία του Χριστού την αντίληψη που έχουνε αυτοί οι άνθρω­ποι, θα έλεγα νέτα-σκέτα, πως δεν χρειάζεται ολότε­λα. Γιατί, το σύστημα της σημερινής ζωής τά 'χει ρεγουλάρει όλα τόσο καλά, με το πρακτικό πνεύμα του, που δεν έχει καμμιά θέση αυτό το αναχρονιστικό πράγμα το λεγόμενο «Χριστιανισμός», που μοιάζει σαν το κομπογιαννίτικο γιατρικό μπροστά στα επιστημονικά φάρμακα. Ο Χριστιανισμός δεν είναι για πρακτικούς ανθρώπους, κατά τον λόγο του Χριστού, που είπε: «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου».

*Ωστόσο, ο επιστημονικός μανδύας, που μ' αυτόν ντύσανε τη θεολογία «οι επιστήμονες θεολόγοι», της δίνει το δικαίωμα να υπάρχει. Σαν επιστήμη, λοιπόν, «καθίσταται ελευθέρα, λύουσα τον προς την Εκκλησίαν στενόν τέως δεσμόν, μη ανεχομένη πλέον να εξυ­πηρετεί απλώς αυτήν, μάλλον δε αξιούσα να ρυθμίζη αυτή τον εκκλησιστικόν βίον». Με τέτοια πνευματική τροφή θραφήκανε οι εξ Εσπερίας θεολόγοι, που έρχουνται να γίνουνε προφέσσορες των Ελλήνων και να φωτίσουνε τις ψυχές μας με το σκοτάδι τους. Θέλετε κι άλλα φαρμακερά μανιτάρια, από το νεκροταφείο «της επιστημονικής θεολογίας»; Να, λίγα από τα πολ­λά:
«Εις τα ζητήματα της θρησκείας θα δύνανται να μας φωτίσωσι μόνον άνδρες σοφοί, ορμώμενοι εξ ελα­τηρίων όλως επιστημονικών». «Πολλοί των θεολόγων, καταλιπόντες εντελώς, ή εν μέρει, την περί αποκαλύψεως διδασκαλίαν, ερευνώσι συστηματικώτερον και επιστημονικώτερον την θρησκείαν παντελώς από επό­ψεων ψυχολογικών, ως άλλοι την γλώσσαν, τον μύθον, το δίκαιον, κ.τλ. Ο Χριστός καθίσταται ουράνιος άνθρωπος, υπερφυσικόν τι ιδεώδες της ανθρωπότητος. Ότε δε, τέλος, δια της παντοειδούς προόδου της εκ­κλησίας, η περί εαυτής συνείδησις αυτής ενισχύεται αεί μάλλον, αποθεούται βαθμηδόν και ο Ιησούς, αποβαίνων Θεός ισότιμος τω Πατρί...». Τέτοιες βλαστήμιες διδάσκουνε οι θεολόγοι που έρχονται στην Ελλά­δα σπουδασμένοι στην Ευρώπη, για να φωτίσουνε τους άλλους! «Αν το φως που υπάρχει μέσα τους είναι σκοτάδι, άραγε το σκοτάδι πόσο είναι;»

Υστερ' από μια τέτοια φριχτή κατάσταση, οπού βρίσκουνται οι ξενόφερτοι θεολόγοι, που αντί για φω­τιά έχουνε πάγο μέσα τους, τί να καταλάβουνε από την Ορθοδοξία, που είναι όλο φως και ζωή και δροσιά του καθαρού ουρανού; Τί να νοιώσουνε από την εξαί­σια τελετουργία της Εκκλησίας μας, από την κατανυ­κτική υμνωδία της, από την αγιογραφία της, από τη μουσική της; Τί να καταλάβουνε από λειτουργικό στοιχείο, οι ακατάνυκτοι, που έχει ξεράνει την καρδιά τους ο λίβας του ορθολογισμού; Ποιά πνοή αθανασίας να νοιώσουνε απάνω τους, οι πεθαμένοι; Τί να αισθαν­θούνε από τη θρησκεία του Χριστού, αφού την ελεεινή παραμόρφωσή της την προτιμούνε από την αληθινή μορφή της; Πώς να πετάξουνε με τα φτερά της πίστης, αφού τά 'χει μαδήσει η σατανική απιστία; Πώς να γευθούνε από το «ύδωρ το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον», αφού πίνουνε από τους μουχλιασμένους βάλ­τους, μαζί με «τους εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους»;


*Όπως βάλαμε παραπάνω, λίγες βδέλλες απ' αυ­τούς τους φαρμακερούς βάλτους, ας βάλουμε παρακά­τω και λίγα από τα ευωδέστατα άνθη της Πατερικής θεολογίας μας, για να φανεί η αναισθησία που έχουνε πάθει τούτοι οι ύπουλοι κήρυκες της αθεΐας, ώστε να προτιμάνε τα φαρμακερά βρωμοχόρταρα, από τα αγνά και μυρίπνοα πνευματικά λουλούδια, λέγοντας πως τα πρώτα ευωδιάζουνε και πως τα δεύτερα βρωμούνε. Αυτό γίνεται, γιατί έχουνε μέσα στα χνώτα τους τη μυρουδιά του θανάτου, και για τούτο θαρρούνε πως οι άγιοι μυρίζουνε θάνατο, και πως οι άθεοι καθηγητάδες τους μυρίζουνε ζωή, κατά τα λόγια του μακαρίου Παύ­λου, που λέγει: «Γιατί είμαστε ευωδία του Χριστού για τον Θεό και σε κείνους που σώζουνται και σε κεί­νους που χάνουνται. Και σε κείνους που έχουνε μέσα τους τον θάνατο, μυρίζουμε θάνατο, και πάλι σε κεί­νους που έχουνε μέσα τους τη ζωή, μυρίζουμε ζωή» (Β' Κορινθ. β', 16).

Στη μικρή ανθοδέσμη που κάνω παρακάτω από τα πνευματικά άνθη της Ορθοδοξίας, δεν βάζω τίποτα από τους πασίγνωστους αρχαίους Πατέρας της Εκ­κλησίας, αλλά λιγοστά από τα έργα των Πατέρων που φανήκανε, προ πάντων, στα υστερινά χρόνια, και που η ευωδία τους είναι τόσο ουράνια, που να ταιριάζουνε σ' αυτούς τα λόγια τούτα του προφήτη Αγγαίου: «Με­γάλη έσται η δόξα του οίκου τούτου, η εσχάτη υπέρ την πρώτην». Αληθινά, η πνευματική δόξα της Ορ­θοδοξίας, στάθηκε στα τελευταία χρόνια μεγάλη, με­γαλύτερη από την πνευματική δόξα της στα πολύ αρ­χαία χρόνια, με φωστήρες σαν τον Ιωάννη της Κλίμακος, τον Ισαάκ τον Σύρο, τον Συμεών τον Νέον Θεο­λόγο, τον Γρηγόριο τον Σιναΐτη, τον Γρηγόριο Παλα­μά, τον Κάλλιστο Πατριάρχη, τον Νικόδημο τον Αγειορίτη κι άλλους. Τούτον τον θησαυρόν με τα τό­σα διαμάντια, που ήτανε κρυμμένος ως τώρα, τον ανακαλύψανε ακόμα και κάποιοι ξένοι, διψασμένοι για α­λήθεια, και τρέξανε να ξεδιψάσουνε από το δροσερό νερό τους, και τους μελετούνε με πάθος και τους μεταφράζουνε στις γλώσσες τους, σε καιρό που οι δικοί μας οι προκομμένοι, δεν τους καταδέχουνται, τυφλωμένοι από την καταραμένη ξενοδουλεία.


*Από τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος σταχολογούμε τα παρακάτω:
«Πένθος εν τω Θεώ είναι το να είναι σκυθρωπή η ψυχή, και η καρδιά να ποθεί να πικραίνεται, και να ζητά ολοένα εκείνο που διψά, κ' επειδή δεν το βρίσκει, να το κυνηγά με πόνο και να τρέχει ξοπίσω του, κλαί­γοντας απαρηγόρητα».
«Βάστα γερά τη μακάρια χαρμολύπη και την αγια­σμένη κατάνυξη, και μην πάψεις να την εργάζεσαι μέ­σα σου, ως που να σε κάνει να υψωθείς από τούτον τον κόσμο και να σε παραστήσει καθαρόν στον Χριστό».

«Όποιος πορεύεται με θλίψη αδιάκοπη, αυτός δεν παύει να γιορτάζει ακατάπαυστα, κι όποιος ολοένα διασκεδάζει, αυτός μέλλει να απολαύσει θλίψη αιώ­νια».

«Γίνε σαν βασιλιάς μέσα στην καρδιά σου, υψηλά με ταπείνωση καθισμένος, και προστάζοντας στο γέ­λιο: Φεύγα! και φεύγει, και στο γλυκό το δάκρυο: Έ­λα! κ' έρχεται, και στο κορμί, που είναι σκλάβος και τύραννος: Κάνε τούτο, και το κάνει».
«Όσο ενάρετη ζωή κι αν κάνουμε, αν δεν έχουμε καρδιά θλιμμένη και πονεμένη, για μάταια κι ανώφελη λογαριάζεται».

«Είναι ντροπή να υπερηφανεύεται ο άνθρωπος για ξένα πράγματα. Κ' η χειρότερη ανοησία είναι το να καυχιέται για κάποια χαρίσματα που έλαβε από τον Θεό. Όσα κατορθώματα έκανες πριν από τη γέννησή σου, γι' αυτά μοναχά να υπερηφανεύεσαι. Γιατί, όσα σου συμβήκανε έπειτα από τη γέννησή σου, σου τα δώρησε ο Θεός, όπως σου δώρησε και τη γέννηση».

«Ευθύτητα είναι απερίεργη διάνοια, καθάριο ήθος, άπλαστα (απερίτεχνα) λόγια, που δεν είναι από πριν μελετημένα».

«Η πονηριά είναι επιστήμη, ή καλύτερα, ασχήμια δαιμονική, που στερήθηκε την αλήθεια, και πού θαρρεί πως κρύβεται από τους άλλους».

«Νά ασκητεύεις και να βρίσκεσαι σε απερίεργη κα­τάσταση» (Πώς να τα παραδεχθούνε αυτά οι εξ Εσπερίας σοφοί θεολόγοι; Απερίεργη κατάσταση είναι το να μην έχει ο Χριστιανός τη μανία να ερευνά με πονηρή περιέργεια τα της θρησκείας. Ο Θεός με το στόμα του προφήτη Ησαΐα, λέγει: «Εμφανής εγενόμην τοις εμέ μη επερωτώσιν», δηλ. «φανερώνομαι σε όσους δεν με εξετάζουν πονηρά»).
«Δεν αρμόζει σ' εκείνους που βρίσκουνται σ' αυτή την κατάσταση της αγιασμένης λύπης και που ζούνε με το δάκρυο, να κάνουνε υψηλά κηρύγματα στην θεο­λογία. Γιατί αυτά χαλάνε το πένθος, επειδή εκείνοι που διδάσκουνε, κάθουνται απάνω σε καθέδρα. Ενώ η κατάσταση εκείνων που κλαίνε, είναι να κάθουνται α­πάνω στο χώμα, τυλιγμένοι με γιδότριχα».

«Η πίστη είναι μια σταθερότητα ατράνταχτη κι ασάλευτη, μια κατάσταση της ψυχής αμετατόπιστη, που δεν τη σαλεύει καμμιά δύναμη».
«Μην φοβάσαι τίποτα. Όποιος έχει τη μακάρια θλίψη στην καρδιά του, δεν γνωρίζει τι θα πει φόβος ολότελα».

«Όσοι θέλουμε να ελκύσουμε κοντά μας τον Κύ­ριο, ας προσέλθουμε απλά κι άπλαστα κι απονήρευτα, δίχως πολλούς λογισμούς, και δίχως περιέργεια, σαν τους μαθητάδες στον δάσκαλο. Γιατί, επειδή Εκείνος είναι απλός και ίσιος, θέλει κ' οι ψυχές που προσέρχουνται σ' Αυτόν, να είναι απλές και ακέραιες. Επει­δή δε μπορεί ποτέ να δει κανένας απλότητα, χωρίς να είναι μαζί της η ταπείνωση».
«Όπως εκείνος που κράτα μυρουδικά, φανερώνε­ται από την ευωδία, χωρίς να το θέλει, έτσι κι όποιος έχει το πνεύμα του Κυρίου, γνωρίζεται από τα λόγια του κι από την ταπείνωσή του».

«Γύρευε με πένθος. Ζήτα με υπακοή. Κρούσε με μακροθυμία. Γιατί, εκείνος που γυρεύει έτσι, αυτός παίρνει, κ' εκείνος που ζητά έτσι, αυτός βρίσκει. Και σ' εκείνον που χτυπά, θ' ανοίξει η πόρτα για να μπει μέσα».

«Η μακάρια απάθεια σηκώνει από τη γη νου πάμ­φτωχο, κι από την κοπριά των παθών σηκώνει άνθρω­πο περιφρονημένον. Κ' η πανύμνητη αγάπη τον αξιώ­νει να καθίσει με τους άρχοντες Αγγέλους, με τους άρχοντες του λαού του Κυρίου».


*Από τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο σταχολογούμε τα παρακάτω:
«Αρχή της αληθινής ζωής του ανθρώπου είναι ο φόβος του Θεού. Κι αυτός ο φόβος του Θεού δεν μπο­ρεί να καθίσει σε μια ψυχή που δεν στέκεται στερεά και που πηγαίνει από δω κι από κει. Η αμφιβολία της καρδιάς βάζει την ψυχή σε δειλία. Εν όσω ο πόθος της σάρκας είναι πιο δυνατός μέσα σου, δεν θα μπορέσεις να γίνεις θαρραλέος κι άφοβος».

«Η ταπείνωση μαζεύει την καρδιά. Και σαν τα­πεινωθεί ο άνθρωπος, παρευθύς τον περισκεπάζει το έλεος, και τότε αισθάνεται η καρδιά τη θεϊκή βοή­θεια».
«Όταν σου δοθεί εξουσία να κατανοήσεις, κατανό­ησε, και μη θελήσεις να ψάξεις τα μυστήρια, αλλά προσκύνησε και δοξολόγησε, και με σιωπή ευχαρίστη­σε».
«Το να πικραίνεσαι μέσα στη διάνοιά σου είναι μεγαλύτερη θυσία για τον Θεό, από το να κάνεις έργα κοπιαστικά με το σώμα σου».

«Περισσότερο απ' όλα αγάπησε τη σιωπή, γιατί αυτή σε σιμώνει σε καρπό. Επειδή η γλώσσα είναι αδύνατη για να σου τον εξηγήσει».

«Γνώριζε, πως αν έβγει από σένα φωτιά και κατα­κάψει άλλους, τις ψυχές που καίονται στη φωτιά που έβγαλες, ο Θεός θα τις ζητήσει από τα χέρια σου». «Η πίστη είναι η αποκάλυψη της σοφίας. Και σαν σκοτισθεί η διάνοια, κρύβεται η πίστη, και μας κυ­ριεύει ο φόβος, και κόβει την ελπίδα μας. Η πίστη που προέρχεται, τάχα, από τη μάθηση, δεν ελευθερώ­νει τον άνθρωπο από την υπερηφάνεια κι από την αμ­φιβολία, αλλά εκείνη που ανατέλλει με την σύνεση κι αυτή η πίστη λέγεται επίγνωση και φανέρωση της α­λήθειας».

«Εκείνος που ησυχάζει κ' έλαβε πείρα από την αγαθότητα του Θεού, δεν έχει ανάγκη από αποδείξεις, κι ούτε είναι άρρωστη η ψυχή του από την αρρώστεια της απιστίας, όπως παθαίνουνε εκείνοι που νοιώθουνε μέσα τους την αμφιβολία για την αλήθεια. Γιατί η μαρτυρία, η βεβαίωση της διανοίας του μπορούνε να τον πείσουν περισσότερο από αμέτρητα λόγια, που είναι χωρίς πείρα».

«Ο Χριστιανός πρέπει να είναι σε όλα του τύπος που διδάσκει και ωφελεί εκείνους που τον βλέπουνε, ώστε, βλέποντας τις πολλές αρετές του που λάμπουνε σαν ακτίνες ακόμα κι αυτοί οι εχθροί της αλήθειας, χωρίς να το θέλουνε, να ομολογήσουνε πως στους χρι­στιανούς υπάρχει σίγουρη ελπίδα σωτηρίας, και να τρέχουνε σ' αυτόν από παντού, σαν να είναι κανένα καταφύγιο. Και μ' αυτόν τον τρόπο να υψωθεί η δόξα της Εκκλησίας καταπάνω στους εχθρούς της, και να παρακινηθούνε πολλοί σε ζήλο να του μοιάζουνε».

«Η κατά Θεόν γνώση είναι βασίλισσα απάνω σε όλες τις επιθυμίες, κ' η καρδιά που τη δέχεται, γεύε­ται κάποια γλυκύτητα, που δεν τη φτάνουνε όλες μαζί οι χαρές τούτου του κόσμου. Γιατί κανένα πράγμα δεν μοιάζει με την γλυκύτητα της επίγνωσης του Θεού».

«Ο πράος και ταπεινόφρονας είναι πηγή των μυ­στηρίων εκείνης της καινούργιας κι αθάνατης ζωής».

«Η περηφάνεια δε καταλαβαίνει πως περπατά στο σκοτάδι και δεν γνωρίζει την έννοια της σοφίας. Γιατί, πώς να μπορέσει να τη γνωρίσει, αφού βρίσκε­ται μέσα στο σκοτάδι; Και γι' αυτό ίσια-ίσια, απ’ τον σκοτισμένον λογισμό της, θαρρεί πως βρίσκεται απά­νω απ’ όλα, ενώ είναι τιποτένια κι ανίκανη να αξιωθεί τη θεία επίγνωση, μη μπορώντας να μάθει τας οδούς του Κυρίου. Κι ο Κύριος κρύβει απ' αυτή το θέλημά του, επειδή δεν θέλησε να πορευτεί στον δρόμο των ταπεινών».
«Να! Ο ουρανός βρίσκεται μέσα σου, αν είσαι κα­θαρός, και μέσα στον εαυτό σου θα δεις τους Αγγέ­λους με τη φωτοχυσία τους, και τον Δεσπότη μαζί τους κι από μέσα τους».

«Ο φιλόδοξος κ' εκείνος που καταγίνεται με τις κοσμικές φροντίδες, κι όποιος θέλει να περάσει το δικό του θέλημα, αυτοί είναι σαν να πολεμάνε μέσα στη νύχτα, και ψηλαφάνε το σκοτάδι, βρισκόμενοι έξω από τη χώρα της ζωής και του φωτός. Γιατί, εκείνη τη χώρα θα την κληρονομήσουνε οι αγαθοί και οι ταπεινοί κι όσοι καθαρίσανε τις καρδιές τους. Ο άνθρωπος δε μπορεί να δει το κάλλος που βρίσκεται μέσα του, πριν να καταφρονήσει κάθε εμορφιά που βρίσκεται έξω απ’ αυτόν και κάθε μάταια γνώση. Εκείνος που νομίζει πως είναι σοφός, θα ξεπέσει από τη σοφία του Θεού».

«Όποιος είναι υποταγμένος στα πάθη, από τα πά­θη μιλά κι απ' αυτά κινιέται με πάθος η γλώσσα του. Κι αν μιλά ακόμα και για πνευματικά πράγματα, ωστόσο λαλεί, για να περάσει ο δικός του λόγος. Έναν τέτοιον άνθρωπο, εκείνος που είναι σοφισμένος από τον Θεό, τον καταλαβαίνει μόλις ανοίξει το στόμα του, κι ο καθαρός τον οσμίζεται από την άσχημη μυ­ρουδιά του».

«Όσοι είναι ανακατεμένοι με τις σκέψεις και με τις επιθυμίες του κόσμου, δε μπορούνε ν' αποχτήσουνε καθαρή διάνοια, επειδή ξέρουνε καλά όλα τα καθέ­καστα της κακίας».

«Αγάπησε την ταπείνωση σε όλα τα έργα σου, για να γλυτώσεις από τις ακατανόητες παγίδες που βρίσκουνται πάντα έξω από τον δρόμο που πορεύονται οι ταπεινόφρονες».

«Πλούτος του Χριστιανού είναι η παρηγοριά που νοιώθει από τη θλίψη, κ' η χαρά που βρίσκει από την πίστη, και που λάμπει στα κρυφά κατάβαθα της διά­νοιας».
«Αν σε σφίξει η θελιά της σαρκικής γνώσης, μπο­ρώ να σου πω, πως είναι πιο εύκολο να λυθείς από μια σιδερένια αλυσίδα, παρά απ' αυτή την καταραμένη γνώση».

«Η ψυχή που πορεύεται στον δρόμο τής πίστης, αν ξαναγυρίσει πάλι στους τρόπους τής γνώσης, αμέ­σως κουτσαίνει η πίστη της και φεύγει απ' αυτή η νοερή δύναμή της».

«Η γνώση είναι ενάντια στην πίστη. Κ' η πίστη, σε όλα είναι λυμένη κ' ελεύθερη από τους νόμους τής γνώσης, αλλά της γνώσης τής σαρκικής, κι όχι της πνευματικής. Γιατί, τούτος είναι ο ορισμός τής γνώ­σης, πως χωρίς εξέταση και χωρίς έρευνα, δεν έχει εξουσία να κάνει τίποτα, αλλά εξετάζει αν είναι δυνα­τό εκείνο που βάζει στο νου της και που θέλει. Η πίστη όμως είναι ένα πράγμα που φεύγει μακρυά από εκείνον που δεν την πλησιάζει από τον σωστόν δρόμο, ήγουν που την σιμώνει με πονηρή περιέργεια».

«Η γνώση, χωρίς εξέταση δε μπορεί να αποχτη­θεί. Κι αυτό είναι η αιτία τής αμφιβολίας που έχει για την αλήθεια. Ενώ η πίστη ζητά να έχει ο άνθρωπος, που θέλει να την αποχτήσει, ένα φρόνημα καθαρό και απλό, μακρυά από κάθε πανουργία. Το μέρος που κα­τοικεί η πίστη είναι μια κατάσταση σαν του παιδιού και μια καρδιά απλή, ενώ η γνώση είναι ενάντια σ' αυτά τα δύο».

«Στη σαρκική γνώση βρίσκεται φυτεμένο το ξύλο της Γνώσεως, που μ' αυτό γνωρίζει κανείς τα καλά και τα πονηρά, κι αυτό ξερριζώνει την αγάπη. Τούτη η γνώση εξετάζει τα σφάλματα των ανθρώπων και τις αιτίες, καθώς και τις αδυναμίες τους, και κάνει τον άνθρωπο να αντιλέγει στον άλλον με πονηρά λόγια και να είναι δολερός με διάφορα μηχανεύματα και με πονηρές πανουργίες, και να φέρνεται με τους τρόπους που υβρίζουνε τον άνθρωπο. Σ’ αυτή τη γνώση ριζώ­νει η περηφάνεια, γιατί έχει την ιδέα πως κάθε καλό πράγμα προέρχεται από τον εαυτό της, κι όχι από τον Θεό! Ενώ η πίστη, τα έργα της λέγει πως τα κάνει ο Θεός, και γι’ αυτό δε μπορεί να υπερηφανευτεί. Για τούτο κι ο απόστολος Παύλος είπε, πως «η γνώσις φυσιοί», εννοώντας αυτή τη σαρκική γνώση, που δεν έχει μέσα της την πίστη και την ελπίδα στον Θεό». «Η πνευματική γνώση φανερώνεται κι αποκαλύ­πτεται στον από μέσα άνθρωπο. Γιατί, κατά τον λόγο του Χριστού, «η βασιλεία των ουρανών εντός ημών εστί», και δεν παρουσιάζεται με κάποιον τύπο, μήτε έρχεται με παρατήρηση. Αλλά φανερώνεται από μέ­σα από την εικόνα της κρυφής διάνοιας χωρίς αιτία, και δίχως καμμιά μελέτη γι' αυτή. Επειδή η διάνοια δεν βρίσκει ύλη σ' αυτή, ώστε να συνεργήσει στο φανέ­ρωμά της».

«Ο άνθρωπος που δεν είναι κολλημένος σε τούτον τον κόσμο, και που φέρνει πάντα στη διάνοιά του, πως κοντεύει η ώρα που θα φύγει από τούτη τη ζωή, και που μελετά παντοτεινά την άλλη ζωή, αυτός, και υπομονή μεγάλη αποχτά, και καμμιά επιθυμία δεν έχει να τον τιμούνε οι άνθρωποι, μήτε να απολάψει τις ανα­παύσεις της ζωής. Κι όλη την ώρα η διάνοιά του δροσίζεται από την περιφρόνηση που αισθάνεται για τον κόσμο. Και νοιώθει μεγάλο θάρρος, κι αποχτά δυνατή καρδιά σε κάθε καιρό, για κάθε κίνδυνο και για κάθε φόβο. Μα μήτε κι από τον θάνατο δεν φοβάται, γιατί σε κάθε ώρα προσέχει σ' αυτόν σαν να κοντεύει νά 'ρθει, και τον περιμένει... Κ' η φροντίδα του είναι ριγμένη στον Θεό, με πάσα αδίσταχτη πεποίθηση».

«Το ξύλο της ζωής είναι η αγάπη του Θεού, απ’ όπου ξέπεσε ο Αδάμ, και δεν ξανασυναπάντησε τη χαρά. Αλλά δούλευε στην αγκαθερή τη γη, και κοπία­ζε. Όσοι στερηθήκανε την αγάπη του Θεού, τρώνε ψωμί με ίδρωτα, στα έργα τους, ακόμα κι αν πορεύο­νται δίκαια».

«Μη φοβάσαι τον θάνατο. Γιατί ο Θεός, όταν τον αγαπάς αληθινά, σε ανεβάζει απάνω από τον θάνατο».
«Να νομίζεις, πως δεν υπάρχει άλλος απάνω στη γη, παρά μοναχά εσύ κι ο Θεός».


*Τά παρακάτω θεόπνευστα λόγια είναι ανθολογη­μένα από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο:

«Η πνευματική γνώση μοιάζει μ' ένα σπίτι, που είναι χτισμένο στη μέση της κοσμικής γνώσης, και που μέσα σ' αυτό βρίσκεται, σαν ένα σεντούκι σφαλισμένο, η γνώση των Θείων Γραφών, ο ανεκδιήγητος πλούτος που είναι θησαυρισμένος μέσα στις άγιες Γραφές, ή­γουν η θεία χάρις. Αυτόν τον πλούτο δεν είναι δυνατό να τον δούνε όσοι μπαίνουνε στο σπίτι εκείνο, ανίσως και δεν ανοιχθεί σ' αυτούς το κιβώτιο. Αλλά το σε­ντούκι δεν είναι δυνατό να ανοιχθεί ποτέ με ανθρώπινη σοφία. Για τούτο, όλοι οι άνθρωποι που έχουνε το φρόνημα του κόσμου δεν γνωρίζουνε τον πνευματικό θησαυρό που βρίσκεται μέσα στο σεντούκι της πνευμα­τικής γνώσης. Κι όπως, αν σηκώσει στον ώμο του κανένας εκείνο το κιβώτιο, δε μπορεί να δει τον θησαυ­ρό που βρίσκεται μέσα σ' αυτό, έτσι, κι αν αναγνώσει κι αποστηθίσει όλες της Αγιες Γραφές, δεν δύναται να καταλάβει την χάρη του αγίου Πνεύματος, που εί­ναι κρυμμένη μέσα σ' αυτές».

«Προσκυνώ, πέφτω στα γόνατα και σε ευχαριστώ, Κύριε του παντός και πανάγιε Βασιλεύ, γιατί με ελέη­σες, εμένα που δεν ήμουν άξιος του ελέους σου, και με δόξασες, και με ετίμησες με την εικόνα σου, όπως θέλησες. Κι όλα τα πάντα τα δημιούργησες με την εικόνα σου, όπως θέλησες. Κι όλα τα πάντα τα δη­μιούργησες δι’ εμένα τον άνθρωπο, που είμαι κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσίν σου, και με κατέστησες βα­σιλέα επάνω εις όλα τα επίγεια, εις δόξαν τής μεγαλωσύνης και της αγαθότητάς σου. Πού εγνώριζα εγώ ο ταλαίπωρος, πως είσαι τόσο καλός Δεσπότης, ώστε να νοιώσω πόθον για σένα; Πού γνώριζα εγώ πως φανερώνεις τον εαυτό σου σ' εκείνους που έρχονται σε σένα, ακόμα και τον καιρό που ζούνε μέσα σε τούτον τον κόσμο, για να ζητήσω με πόθον να σε δω; Πού και πώς ήξευρα, εγώ ο δυστυχής, πως λαμβάνουν το Πνεύ­μα σου το Αγιο όσοι πιστεύουνε σε σένα; Πού ήξευρα εγώ, Δέσποτα, πως εσύ που είσαι αόρατος και αχώρητος, βλέπεσαι και χωρείς μέσα μας; Πού ημπορούσα ποτέ να σκεφθώ πως εσύ, ο Κύριος που έκτισες τα σύμπαντα και που έπλασες τους ανθρώπους, ενώνεσαι μ' αυτούς, και τους κάνεις θεοφόρους και υιούς σου, ώστε να ποθήσω και να ζητήσω να τα λάβω από εσένα; Πού ήξευρα, Κύριε, τέτοιον Θεόν, τέτοιον Δεσπότην, τέτοιον προστάτην, τέτοιον πατέρα και αδελφό και βασιλέα, εσένα που φτώχεψες για μένα και που έλαβες δούλου μορφή; Αληθινά, Δέσποτά μου φιλάν­θρωπε, τίποτα απ' αυτά δεν εγνώριζα ολότελα. Ε­πειδή, κι αν έτυχε να διαβάσω στις Αγιες Γραφές γι' αυτά, νόμιζα πως ειπωθήκανε για κάποιους άλλους, ή για κάποια άλλα πράγματα, κι όχι γι' αυτά που είδα, κ' ήμουνα αναίσθητος, και δεν ένοιωθα τα γραμμένα, μήτε μπόρεσα ποτέ να καταλάβω την έννοια που εί­χαν. Επειδή άκουσα από τον απόστολο Παύλο, που έκραζε κ' έλεγε «α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν», και νόμιζα πως είναι αδύνατο να έλθει σε θεωρία (Θεωρία είναι η αποκάλυψη των μυστηρίων του Θεού, που γίνεται με τις πνευματικές αισθήσεις) ένας άνθρωπος, που βρίσκεται ακόμα με το σώμα, και θαρρούσα πως μοναχά σ' εκείνον έδειξες αυτά τα θαυμαστά πράγμα­τα, κάνοντάς του χάρη, και δεν ήξευρα, ο ταλαίπωρος, πως αυτό γίνεται από σένα σε όλους που σε αγαπούν. Αλλά, από πού και πώς μπορούσα να γνωρίζω, πως καθένας που πιστεύει σε σένα γίνεται μέλος σου, και πως αστράφτει με την χάρη σου; Ποιός να πιστέψει ένα τέτοιο παράδοξο πράγμα, να γίνει μακάριος, γενό­μενος μακάριο μέλος του μακαρίου Θεού; Πού ήξευρα εγώ, πως εσύ γίνεσαι άρτος αθάνατος κι άφθαρτος, αντί της αισθητής τροφής που γευόμαστε, άρτος αχόρ­ταγος σ' εκείνους που σε πεινούν και σε ποθούν, και πηγή αθάνατη σε κείνους που σε διψούν, και φόρεμα λαμπρότατο σ' εκείνους που φορούνε για σένα ταπει­νά και φτωχά φορέματα; Ακουσα να τα λέγουν αυτά εκείνοι που κηρύττουν το Ευαγγέλιό σου, πλην νόμιζα πως γίνονται, μοναχά στη μέλλουσα ζωή κ' ύστερα από την κοινή ανάσταση, και δεν ήξευρα πως και τώρα γίνονται σε μας, που έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη απ' αυτά».

«Εκείνος που είναι τυφλός εις το ένα, ήγουν στον Θεό, είναι τυφλός σε όλα. Κ' εκείνος που βλέπει το ένα, δηλαδή τον Θεό, έχει τη θεωρία των πάντων, και πάλι είναι έξω από τη θεωρία των πάντων, κ' έρχεται μέσα στη θεωρία των πάντων, και βρίσκεται πάλι έξω από την θεωρία των πάντων. Όταν είναι, κατ' αυτόν τον τρόπο, μέσα στο ένα, βλέπει τα πάντα, κι όταν είναι μέσα σε όλα, δεν βλέπει κανένα απ’ όλα. Εκεί­νος που βλέπει το ένα, με το ένα βλέπει και τον εαυτό του κι όλα τα πάντα και όλους τους άλλους, και πάλι, όντας κρυμμένος μέσα στο ένα, δεν βλέπει κανένα απ' όλα».

«Ήθελα να πω κανένα παράδειγμα, που να φανε­ρώνει το νόημα αυτών που είπα παραπάνω, σ' εκεί­νους που καυχιούνται με αυθάδεια πως ξέρουνε μόνο με την ψεύτικη γνώση, και χωρίς τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που ερευνά τα βάθη και τα μυστήρια του Θεού. Αλλά φοβούμαι τον Κύριο, που μας πρόσταξε να μη δίνουμε τα άγια στους αδιάντροπους, μηδέ να ρίχνουμε τα μαργαριτάρια μπροστά σ' εκείνους που λογαριάζουνε τα θεία για τιποτένια κι ακάθαρτα, και τα καταπατούνε και τα ατιμάζουνε με τα χαμηλά και γήινα νοήματά τους. Που τον νου τους τον ετύφλωσεν ο Θεός, καθώς λέγει ο προφήτης: «Και εσκότισε την καρδίαν των, ίνα βλέποντες μη βλέπωσι, και ακούοντες μη συνιώσι». Και δίκαια, επειδή κάνανε τον εαυτό τους ανάξιο με την περηφάνεια και με τις κακές πρά­ξεις, και για τούτο τους άφησε ο Θεός να πορεύονται στο σκοτάδι της απιστίας και της κακίας τους, καθώς λέγει ο Δαυίδ: «Εξαπέστειλεν αυτούς κατά τα επιτη­δεύματα της καρδίας αυτών». Γιατί, ενώ έχουν τόσα πολλά παραδείγματα από τους Πατέρας μας (που κά­νανε το θέλημα του Θεού με τα έργα και τα βάλανε μπροστά σε μας για να τα μιμηθούμε), δεν θελήσανε να τα στοχασθούνε, μήτε θελήσανε να μιμηθούνε εκεί­νους τους Πατέρας, αλλά κάνουνε αντίθετα απ' ό,τι κάνανε και διδάξανε εκείνοι. Οι τέτοιοι, λέγω πως όχι μοναχά είναι ανάξιοι να έχουνε τη θεία γνώση, αφού είναι υιοί της απωλείας και της απειθείας, αλλά είναι και υπόδικοι για κάθε τιμωρία και κατάκριση. Επειδή λησμονήσανε να εξετάσουνε τον εαυτό τους, αν βρίσκονται στην πίστη, και περιεργάζονται την πολιτεία των άλλων, και εξετάζουνε ασυλλόγιστα κάποια πράγματα που είναι παραπάνω από τη δύναμή τους, χωρίς να φοβούνται τον Θεόν ολότελα».


*Από τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη παίρνουμε τα λίγα τούτα, που διαβάζεις παρακάτω:
«Κανένα πράγμα δεν κάνει την καρδιά και την ψυχή τόσο ταπεινωμένη, όσο το να καταντήσει ο άνθρωπος απλοϊκός με γνώση, και το να σωπαίνει σε όλα»(«Απλοϊκός με γνώση», είναι ο Ανθρωπος, που γνωρίζει κάποια μυστήρια που δεν τα υποπτεύονται οι άλλοι, και μπορεί ν' απομείνει ωστόσο, απλός και ταπεινός, σαν να μην γνωρίζει τίποτα).
«Πρέπει να γνωρίζεις, πως ο θεϊκός φόβος δεν έχει τρόμο, (και λέγω τρόμο, όχι αυτόν που έρχεται από τη χαρά, αλλά από την οργή, ήγουν από την τιμωρία κι από το ν' απομείνει κανένας απροστάτευτος). Αλλά έχει κάποια έντρομη αγαλλίαση, που γίνεται με την προσευχή, και βγαίνει από τη σοφία, που λέγεται και αρχή σοφίας».

«Όποιος δεν βλέπει και δεν ακούει και δεν αισθά­νεται πνευματικά, είναι πεθαμένος».


*Από τα λίγα αυτά λόγια των Πατέρων, μ' όλο που είναι σαν μικρά λουλούδια, μαδημένα από το ολάν­θιστο δέντρο της Ορθοδοξίας, ωστόσο πόση πνευμα­τική λάμψη βγαίνει και φωτίζει τις ψυχές μ' ένα καθα­ρό και ιλαρό φως, το φως της αλήθειας που μας έφερε ο Χριστός!
Και συλλογίζεται κανένας, τί κατάρα έχουνε, άρα­γε, απάνω τους κάποιοι άνθρωποι, και δεν εισχωρεί μέσα στα κατάβαθά τους αυτό το ουράνιο φως, αλλά οι καρδιές τους απομένουνε σαν σκοτεινά σπήλαια, γεμά­τα από φρύνους και νυχτερίδες, ήγουν από τα σιχαμερά φαντάσματα της φιλοσοφίας και της κούφιας απάτης;

Φράζουνε τ' αυτιά τους για να μην ακούσουνε τα πουλιά του Παραδείσου, και θέλουνε ν' ακούνε τις κουκουβάγιες και τα κοράκια! Δεν είναι σε θέση να νοιώσουνε την αθάνατη πνοή της Ορθοδοξίας, τη λε­πτότητα που έχουνε τα νοήματά της, το μυστικό κάλ­λος της, και θρέφουνται με τις χονδροειδείς και πεζές κοινοτοπίες της λεγομένης «θεολογικής επιστήμης», που είναι ξόανο, κανωμένο από τον χωματένιο νου κάποιων στεγνών και πονηρών ανθρώπων.
Ο Χριστός είπε: «Όπου βρίσκεται ο θησαυρός σας, εκεί βρίσκεται κ' η καρδιά σας. Ο λύχνος του σώματος είναι ο οφθαλμός. Αν, λοιπόν, ο οφθαλμός σου είναι απλός, όλο το σώμα σου είναι φωτεινό. Κι αν ο οφθαλμός σου είναι πονηρός, όλο το σώμα σου είναι σκοτεινό».
Ο απλός οφθαλμός είναι η Ορθοδοξία, κι ο πονη­ρός είναι η Δύση.


(Πηγή: «Ευλογημένο καταφύγιο», Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ)

 
 

Περιφρονῆστε τὰ πάθη


Στραφείτε στον Χριστό Βίος καὶ Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου

Μέσα ἀπ’ τὴν Ἁγία Γραφὴ βγαίνουν ὅλα. Πρέπει νὰ τὴ διαβάζετε συνεχῶς, γιὰ νὰ μάθετε τὰ μυστικὰ τοῦ ἀγώνα τοῦ πνευματικοῦ. Στὴν ἀγαπημένη μου Σοφία Σολομῶντος, στὸ ἔνατο κεφάλαιο, λέει: «Θεὲ πατέρων καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους, ὁ ποιήσας τὰ πάντα ἐν λόγῳ Σου καὶ τῇ σοφίᾳ Σου κατεσκεύασας ἄνθρωπον, ἵνα δεσπόζῃ τῶν ὑπὸ Σοῦ γενομένων κτισμάντων καὶ διέπῃ τὸν κόσμον ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν εὐθύτητι ψυχῆς κρίσιν κρίνῃ, δός μοι τὴν τῶν σῶν θρόνων πάρεδρον σοφίαν καὶ μὴ μὲ ἀποδοκιμάσῃς ἐκ παίδων σου, ὅτι ἐγὼ δοῦλος σὸς καὶ υἱὸς τῆς παιδίσκης σου, ἄνθρωπος ἀσθενὴς καὶ ὀλιγοχρόνιος καὶ ἐλάσσων ἐν συνέσει κρίσεως καὶ νόμων» (Σοφ. Σολομ. 9, 1-5). Βλέπουμε ἐδῶ τὸν σοφὸ Σολομῶντα νὰ ζητάει μὲ τόσο ταπεινὸ τρόπο ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ σοφία Του. Κι ὁ Θεὸς τοῦ τὴν ἔδωσε πλουσιοπάροχα. Ὅλ’ αὐτὰ τὰ σοφὰ πράγματα ποὺ γράφει δὲν εἶναι δικά του. Ἐμπνέονται ἀπὸ τὸ αὐτὸ πνεῦμα μὲ τὰ λόγια τῶν κανόνων, ποὺ ἔγραψαν οἱ ὑμνογράφοι. Γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ πολὺ τ’ ἀγαπάω. Αὐτὰ νὰ διαβάζετε, σ’ αὐτὰ νὰ ἐντρυφᾶτε. Ἔτσι θ’ ἀποκτήσετε τὸν θεῖο ἔρωτα. Ἀκοῦστε κάτι ἀπ’ τὸν Τριαδικὸ Κανόνα: «Τρεῖς ὑποστάσεις ὑμνοῦμεν θεαρχικάς, ἑνιαίας φύσεως, ἀπαράλλακτον μορφή, ἀγαθὸν φιλάνθρωπον Θεόν, τῶν πταισμάτων ἱλασμὸν ἡμῖν δωρούμενον». Πές μου, πῶς τὰ ξέρω; Ἔχω τρέλα, μέθη, θεία μέθη. Δὲν τὰ χορταίνω. Λέει καὶ στὴν Ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως: «Καὶ οὕτω τοῦ τῇδε βίου ἀπάρας ἐπ’ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου, εἰς τὴν ἀΐδιον καταντήσω ἀνάπαυσιν, ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καὶ ἡ ἀπέραντος ἡδονὴ τῶν καθορώντων τοῦ Σοῦ προσώπου τὸ κάλλος τὸ ἄρρητον. Σὺ γὰρ εἶ τὸ ὄντως ἐφετὸν καὶ ἡ ἀνέκφραστος εὐφροσύνη τῶν ἀγαπώντων Σέ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ Σὲ ὑμνεῖ πᾶσα ἡ Κτίσις εἰς τοὺς αἰῶνας». Εἶναι μιὰ πανήγυρις καὶ τὸ κέντρο ὅλης τῆς χαρᾶς εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τί εἶναι ἀκριβῶς, δὲν μποροῦμε στὸ βάθος νὰ τὸ καταλάβουμε, διότι ὁ Θεὸς εἶναι μυστήριο, εἶναι σιωπή, εἶναι ἄπειρος. Ὁ Θεὸς εἶναι πολὺ μυστικός, ἀλλὰ ὑπάρχει παντοῦ. Θεὸ ζοῦμε, Θεὸ ἀναπνέουμε, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ αἰσθανθοῦμε τὸι μεγαλεῖο Του, τὴν πρόνοιά Του. Συχνὰ κρύβει τὶς ἐνέργειες τῆς Θείας Του πρόνοιας. Ὅταν,
ὅμως, ἀποκτήσουμε τὴν ἁγία ταπείνωση, τότε τὰ βλέπουμε ὅλα κι ὅλα τὰ ζοῦμε. Ζοῦμε τὸν Θεὸ ὁλοφάνερα κι αἰσθανόμαστε τὰ μυστήριά Του. Τότε πιὰ ἀρχίζουμε νὰ Τὸν ἀγαπᾶμε. Κι αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ τὸ ζητάει Ἐκεῖνος. Εἶναι τὸ πρῶτο ποὺ ζητάει γιὰ τὴ δική μας εὐτυχία, ὅπως λέει: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή» (Ματθ. 22, 37-38). Μιὰ τέτοια ἀγάπη εἶχαν οἱ ἅγιοι. Τέτοια ἀγάπη εἶχε καὶ ὁ Ἅγιος, τοῦ ὁποίου φέρω τὸ ὄνομα, ὁ Ἅγιος Πορφύριος, Ἐπίσκοπος Γάζης. Τὸ πρῶτο τροπάριο τῆς ἕκτης ᾠδῆς στὸν κανόνα του λέει: «Ἐφέσεως ἀληθοῦς ἐπέτυχες, ἐγκρατείᾳ ταπεινώσας τὰ πάθη καὶ πρὸν Θεὸν προσεχώρησας χαίρων, καὶ ὀρεκτῶν ἀκροτάτῳ παρίστασαι, Πορφύριε, ἱεραρχῶν καὶ ποιμένων κανὼν ἀκριβέστατος». «Ἐφέσεως ἀληθοῦς ἐπέτυχες … καὶ πρὸς Θεὸν προσεχώρησας χαίρων: Ἀπὸ τὸ ἐπιθυμητὸ στὸ ἀνώτερο, ἀγάπησες τὸ ἄκρον ἐφετόν. Τὸ ἄκρον ἐφετὸν εἶναι ὁ Θεός, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἕνα εἶναι ὅλα τὰ πρόσωπα μεταξύ τους καὶ εἶναι ἕνα καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Χριστέ μου, εἶσαι ἡ ἀγάπη μου! Δὲν σκέφτομαι τὸν θάνατο. Ὅ,τι θέλει ὁ Κύριος. Ἐγὼ θέλω νὰ σκέφτομαι τὸν Χριστό. Ἀνοῖξτε καὶ σεῖς τὰ χέρια σας καὶ ριχτεῖτε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Χριστοῦ. Τότε ζεῖ μέσα σας. Κι ὅλο νομίζετε ὅτι δὲν Τὸν ἀγαπᾶτε πολὺ καὶ θέλετε πιὸ πολὺ νὰ Τὸν πλησιάσετε καὶ νὰ εἶστε ἕνα μαζί Του. Περιφρονῆστε τὰ πάθη, μὴν ἀσχολεῖσθε μὲ τὸν διάβολο. Στραφεῖτε στὸν Χριστό. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, χρειάζεται νὰ ἔλθει ἡ χάρις. «Ἡ θεία χάρις ἡ πάντοτε τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα» (Εὐχὴ ἐπὶ χειροτονίᾳ).
Βίος καὶ Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου

Άγιος Πορφύριος http://www.porphyrios.net/?p=1523


http://anexperimentindepth.blogspot.co.uk/

Ο Πνευματικός πατέρας ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να είναι ούτε ψυχολόγος ούτε ψυχίατρος…


11080410_874271015944319_249709228832693410_o[1]
Ὁ Πνευματικὸς εἶναι ἕνα ἄλλο πρόσωπο. Δὲν έχει καμμία σχέση μὲ τὶς ἐπιστημονικὲς ἐπιδόσεις στὴ ζωὴ αὐτή. Δὲν ἔχει καμμία πληροφορία ἀπὸ τὶς θεωρίες τοῦ κόσμου.Ἴσως πολλὲς φορὲς νὰ τὶς ξέρει, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ἐμπιστευτεῖ, γιατὶ οἱ θεωρίες τοῦ κόσμου ἔχουν καὶ τὶς μεταλλαγές τους καὶ τὶς ἐπιπτώσεις τους. Σήμερα λένε αὐτό, αὔριο λένε τὸ ἄλλο. Τὸ ἔργο τοῦ Πνευματικοῦ πατρὸς θὰ ἔλεγα τελικὰ εἶναι χάρισμα. Δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ὅπως αὐτὸς ποὺ δωρίζει ἕνα χάρισμα «οὔκ ἐστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» ὁ Χριστὸς δηλαδή, ποὺ μὲ τὸ Ἅγιό του Πνεῦμα Χριστοποιεῖ τοὺς ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ τὸ χάρισμα ποὺ λαβαίνει ὁ Πνευματικὸς δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, δὲν εἶναι ἔργο τῆς ἐπιστήμης καὶ γνώσεως ἐπιστημονικῆς. Γι᾿αὐτὸ καὶ ἀκολουθεῖ καὶ ἄλλες διαδικασίες.

Πολλοὶ Πνευματικοὶ ἔπεσαν σ᾿ αὐτὴν τὴν πλάνη καὶ νόμισαν ὅτι θὰ προσφέρουν ἔργο Πνευματικὸ μὲ τὸ ν᾿ ἀκολουθήσουν γνωστικὲς μεθόδους τοῦ κόσμου. Καὶ σπούδασαν ψυχολογία καὶ σπούδασαν κοσμικὲς ἐπιστῆμες καὶ μπῆκαν μέσα στὴ διαδικασία τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς θεραπείας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐφήρμοσαν μεθόδους ὄχι παραδοσιακούς-ἐκκλησιαστικούς, ὅπως τὶς παραλάβαμε ἀπὸ τὴν δισχιλιετὴ πεῖρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀλλὰ ἐφήρμοσαν μεθόδους ἐπιστημονικὲς καὶ στὸ τέλος ἀπέτυχαν.


Γνώρισα κάποιον Πνευματικό, ὁ ὁποῖος ἀποδελτίωνε ὅλες τὶς πράξεις ὅλων τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Πῶς κάνουνε μερικὲς φορὲς ὁρισμένοι ἄνθρωποι ποὺ φτιάχνουν καρτέλα καὶ ξέρουν κάθε φορὰ ὅταν ἔρθει ὁ ἐξομολογούμενος, τί ἔχει πράξει στὸ παρελθόν, βγάζει τὴν καρτέλα καὶ προσθέτει ἢ ἀφαιρεῖ στοιχεῖα ποὺ ἀναφέρει ὁ ἐξομολογούμενος. Μέθοδος καὶ μεθόδευση δηλαδὴ σπάνια. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τελικὰ ἔφτασε νὰ βλάπτει τοὺς ἐξομολογουμένους καὶ βλάφτηκε καὶ ὁ ἴδιος καὶ ἀσθένησε καὶ παρ᾿ ὀλίγο νὰ πεθάνει, ἀπὸ τὴν μεθοδολογία ποὺ χρησιμοποίησε τὴν ἐπιστημονικὴ καὶ τὴν κοσμική.

Ἡ Πνευματικὴ πατρότης εἶναι γέννημα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἕνας Πνευματικὸς Πατὴρ δὲν μπορεῖ νὰ γεννηθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ,τιδήποτε ἄλλος πατέρας, ἐκτὸς ἀπὸ Πνευματικὸς Πατέρας.

Καὶ ἔχουμε τέτοιους πατέρες, εἴτε λέγονται Ἐθνοπατέρες,  εἴτε λέγονται Φυσικοὶ Πατέρες.
Δὲν εἶναι ὅμως Πνευματικοὶ Πατέρες. Ἡ Πνευματικὴ πατρότης, ἐπαναλαμβάνω, προέρχεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ζωή.

Μπαίνει κανεὶς ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια, μέσα στὴν Ὀρθόδοξη ζωή. Συνηθίζει νὰ κολυμπᾷ μέσα στὴν πεῖρα τῆς ζωῆς αὐτῆς καὶ μὲ τὸν χρόνο καὶ μὲτὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, μπαίνει στὴ διαδικασία μετὰ τῆς καθάρσεως τῶνἄλλων. Γνωστὸ εἶναι τὸ κλασσικὸ χωρίο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου: «Εἶναι ἀδύνατον νὰ καθάρεις ἕναν ἄνθρωπο, ἂν δὲν καθαρθεῖς ἐσύ. Εἶναι ἀδύνατον νὰ τὸν φωτίσεις, ἂν δὲν ἔχεις τρόπο καὶ μέσο φωτισμοῦ». Δηλαδὴ πρῶτα καθαρθεῖναι καὶ ὕστερα καθάραι, πρῶτα φωτισθῆναι καὶ ὕστερα φωτῖσαι.

Αὐτὴ εἶναι ἡ μέθοδος τῆς Ὀρθόδοξης ζωῆς γενικά.

Εἰδικώτερα δὲ διὰ τὸ χάρισμα τοῦ Πνευματικοῦ πατρός, ὄχι μόνον αὐτὸς πρέπει νὰ ἔχει αὐτὴν τὴν προετοιμασία, νὰ μπεῖ δηλαδὴ μέσα στὴ διαδικασία τῆς ὑπακοῆς στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀπέραντες μέσα στὶς Γραφὲς καὶ ἴσως δὲν μπορεῖ νὰ βγεῖ εἰς πέρας μερικὲς φορές, γιαυτὸ καὶ μπαίνει κάτωἀπὸ τὴν Πνευματικὴ πατρότητα καὶ αὐτὸς καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Πνευματικοῦ πατρὸς αἰσθητὰ γιὰ νὰ μπορέσει κι αὐτὸς νὰ κόψει τὸ θέλημά του, κι ὅπως ἀναφέρει ἕνας Ἅγιος εἶναι κοινὴ πεῖρα τῶν Πατέρων, ὅτι μέσα στὸνἄνθρωπο κυκλοφοροῦν τὰ ἑξῆς τρία θελήματα:

Τὸ ἕνα θέλημα εἶναι τὸ θέλημα τῆς καρδίας μας, τὸ δεύτερο θέλημα εἶναι τὸ θέλημα τοῦ σατανᾶ καὶ τὸ τρίτο θέλημα εἶναι ἡ σποραδικὴ παρουσία κατ᾿ἀρχὰς καὶ ἐν συνεχείᾳ τὸ μόνιμο δένδρο, τὸ θαλερό, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τοῦ Πνεύματος τῆς Ἁγίας Τριάδος ποὺ ἔρχεται μέσα ἀπὸ τὴν διαδικασία τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν. Λέει σ᾿ ἕνα σημεῖο ἡ Γραφή: <Ἐὰν τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσετε, ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ εἰσελευσόμεθα καὶ Μονὴ παρ᾿ ἐμοὶ ποιήσωμεν>. Ἐγὼκαὶ ὁ Πατὴρ καὶ τὸ Πνεῦμα.

Λέει ἕνας Ἅγιος: Προέλαβε τὸ Πνεῦμα μόλις μπῆκε στὸν κόπο ὁ ἄνθρωπος νὰ θελήσει νὰ τηρήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, προέλαβε τὸ Πνεῦμα καὶ ἐπισκέφθηκε τὸν ἄνθρωπο καὶ βοηθὸς πλέον τοῦ ἀνθρώπου στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, περιμένει τὴν ἔλευση τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, ὁπότε βρίσκεται μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος, μ᾿ ἕναν τρόπο θαυμαστὸ καὶ μὲ ἀρχικὴ πρόθεση νὰ τηρήσουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲν γίνει αὐτό, ἂν δὲν μπεῖ μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν διαδικασία κανείς, μὴν περιμένει νὰ ἔχει ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ κατὰ συνέπεια δὲν θἄχει τὴν δυνατότητα νὰ βοηθήσει κι᾿ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο.

Μετάνοια κατὰ τοὺς Πατέρες εἶναι ἡ μεταστροφὴ τοῦ νοὸς ἀπὸ τὰ χείρονα στὰ κρείττονα. Ἐὰν δὲν συμβεῖ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει κάθαρση.

Ἡ διαδικασία τῆς καθάρσεως ἀρχὴ ἔχει τὴν μετάνοια. Ἡ μετάνοια εἶναι ἕναἔργο ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας. Ὅτι ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ ἐκριζώσω τὸ κακό, γι᾿ αὐτὸ καὶ μπαίνω μέσα στὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι δυνατὸς νὰ ἐκριζώσει τὸ κακό.

Λέει ὁ Ἅγιος Μακάριος, ὅτι ἔργο δικό μας εἶναι νὰ πολεμοῦμε τὸν διάβολο καὶνὰ τὸν ἀντιμαχόμαστε καὶ νὰ ἀντιπαλεύουμε καὶ νὰ ἀντιπολεμούμεθᾳ ἀπ᾿αὐτόν. Ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ <ἐκριζῶσαι τὸ κακό. Ἂν δὲν ἔχει κανεὶς αἴσθηση αὐτῆς τῆς ἀδυναμίας του, δὲν μπορεῖ νὰ πιστέψει στὸν Θεό, ὅτι θὰ τὸν κάνει καλά. Καὶ ἡ πεῖρα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἔρχεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἀκριβῶς.

Ἦρθε κάποιος καὶ μοῦ εἶπε, χωρὶς νὰ καταλάβω τί συνέβη μέσα στὴν ψυχή του, μπαίνει στὸ ἐξομολογητήριο καὶ κάθησε καὶ μοῦ λέει: «Ἐπιτέλους θὰ τὰπῶ», χαρούμενος,- δὲν μποροῦσε νὰ τὰ πεῖ καὶ ν᾿ ἀναφέρει τὶς ἁμαρτίες του – «ἐπιτέλους τὰ ἔγραψα». Γιατὶ τὴν ὥρα ποὺ ἄρχισε νὰ γράφει τὶς ἁμαρτίες του,ἄρχισε καὶ μέσα του ἡ χαρὰ καὶ ᾖρθε τρέχοντας νὰ πεῖ τὶς ἁμαρτίες του.

Ἡ μετάνοια δηλαδή, ἀρχίζει ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μέσα στὸ νοῦ μαςἀντιλαμβανόμαστε τὴν ἀδυναμία μας καὶ τὴν ἀνάγκη καθάρσεως καὶμπαίνουμε σ᾿ αὐτὴν τὴν διαδικασία καὶἐν συνεχείᾳ τὸ τέλος της εἶναι ἡ συντριβὴ τῆς καρδίας καὶ τὰ ἔργα τῆς μετάνοιας, ποὺ οὐσιαστικὰ εἶναι ἡπροσπάθεια νὰ μὴν ἐπανέλθουμε καὶπέσουμε ξανὰ στὶς ἁμαρτίες.

Θὰ σᾶς ἀναφέρω πάλι μία γνώμηἑνὸς Ἁγίου Πατρός: «Ἡ μετάνοια εἶναιἀνεκτίμητο δῶρο πρὸς τὴνἀνθρωπότητα. Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ θεῖο θαῦμα διὰ τὴν ἀποκατάστασιν ἡμῶν μετὰ τὴν πτῶσιν. Ἡ μετάνοια εἶναι ἔκχυση θείας ἐμπνεύσεως ἐφ᾿ ἡμᾶς, δυνάμει τῆς ὁποίας ἀνυψούμεθα εἰς τον Θεό, τὸν Πατέρα ἡμῶν, ἵνα ζήσουμε αἰωνίως ἐν τῷ φωτὶ τῆς Ἀγάπης Αὐτοῦ. Διὰ τῆς μετανοίας συντελεῖται ἡ θέωσις ἡμῶν, τοῦτο εἶναι γεγονὸς ἀσυλλήπτου μεγαλείου. Ἡ δωρεὰ αὐτὴ κατέστη δυνατὴ διὰ τῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇΓεθσημανῇ, διὰ τοῦ θανάτου ἐπὶ τοῦ Γολγοθᾶ καὶ διὰ τῆς Ἀναστάσεως».

Εἴδατε ὅλα αὐτὰ βρίσκονται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη ζωή. Ἔξω ἀπὸ τὴνὈρθόδοξη ζωὴ δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε μετάνοια. Μεταμέλειες ὑπάρχουν, μετάνοιες δὲν ὑπάρχουν. Ἄλλο μεταμέλεια, ἄλλο μετάνοια. Μεταμελήθηκε ὁἈδὰμ ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Δὲν μετανόησε ὅμως ὅταν προσκλήθηκεἀπὸ τὸν Θεὸ μέσα στὸν Παράδεισο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπέφερε τὶς συνέπειες στὸἀνθρώπινο γένος.

Ὁ Πνευματικὸς ποὺ ἔχει αὐτὴ τὴν ἀρχὴ ἐργάζεται κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶποὺ τελικὰ δὲν αὐτοκαλεῖται, ἀλλὰ καλεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Αὐτὸς ὁΠνευματικὸς μόλις μπαίνει μέσα στὴν γνώση τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, μπαίνει σ᾿ἕνα δίλημμα. Βλέπει τὴν ἐξωτερικὴ γενικὴ ἀποστασία, βλέπει τὴν ἐσωτερικὴκακοποίηση καὶ βλέπει καὶ τὴν ἀδυναμία διορθώσεως καὶ πάρ᾿ ὅλο ποὺ πολλὲς φορὲς ἀνθρωπίνως ἢ καὶ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προσπαθεῖ, βλέπει πάρα πολλὲς φορὲς ἀναποτελεσματικότητα στὸ ἔργο του, γι᾿ αυτὸ καὶμπαίνει στὸ δίλημμα: Νὰ προχωρήσει ἢ νὰ σταματήσει;

Οἱ Ἅγιοι λένε ὅτι εἶναι προτιμώτερο νὰ σῴζεις τὴν ψυχή σου παρὰ νὰπροσπαθεῖς νὰ σῴζεις τοὺς ἄλλους. «Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδίσῃτὸν κόσμον ὅλον, ζημιωθῇ δὲ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;»

Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ λέει ὅτι ἐὰν θὰ μπεῖς στὴν ἔρημο νὰ ἐργαστεῖς τὴν Ὀρθόδοξη ζωὴ διὰ τῆς Προσευχῆς, εἶναι χίλιες φορὲς καλύτερο ἀπὸ τὸ νὰ μπεῖς μέσα στὴζοῦγκλα τῶν παθῶν, γιὰ νὰ σώσεις ἀνθρώπους.

Καὶ γνωρίζοντας αὐτὰ τὰ μηνύματα καὶ τὶς διδασκαλίες τῶν Πατέρων ἕνας Πνευματικὸς μπαίνει σ᾿ αὐτὸ τὸ δίλημμα.

Τί νὰ κάνει;

Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ βλέπει τὶς ἀσθένειες καὶ γνωρίζει ὅτι οἱ ἀσθένειες αὐτές, οἱπερισσότερες ἀπὸ αὐτές, θεραπεία βρίσκουν μόνο μέσα ἀπὸ τὴν διαδικασίαἐπανασυνδέσεως μὲ τὸν Θεὸ τοῦ ἀνθρώπου.

Ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος σ᾿ ἕνα σημεῖο ὅτι: δὲν ὑπάρχει τίποτε ποὺ νὰμένει ἀθεράπευτο, ἐὰν μπεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο ὅλος ὁ Χριστός. «Ἐὰν ὅλος εἰσδέξῃς τὸν Χριστὸν πάσας τὰς Χριστοῦ θεραπείας ἐπὶ τὰς σεαυτὸν συνάξεις τῆς ψυχῆς, ἂς κατὰ μέρος ἕκαστος θεθησαύρισαι».

Δὲν θὰ μπορεῖς νὰ βρεῖς ἀλλιῶς θεραπεία, τὴν πᾶσα θεραπεία, ἐὰν δὲν δεχθεῖς μέσα σου ὅλον τὸν Χριστόν. Αὐτὴ εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων. Γι᾿ αὐτὸβλέπετε μερικοὺς Γεροντάδες ποὺ ἔχουν Πνεῦμα Ἅγιον, δὲν ἔχουν ἀσθένειες καὶσωματικές.

Ἀσφαλῶς θὰ ὑπάρχουν ἀντιρρήσεις ἐδῶ θὰ τὶς συζητήσουμε μετά.

Τί θὰ κάνει λοιπόν;

Κι ἐγὼ προσωπικὰ ἔχω ἔρθει πολλὲς φορὲς σαυτὸ τὸ δίλημμα. Νὰ συνεχίσω ἢ νὰ μὴ συνεχίσω;

Γιατὶ βλέπω τὶς προσωπικές μου ἀδυναμίες. Ὅταν πάω ν᾿ ἀντιμετωπίσω ἕναν ἄνθρωπο ἀνακαλύπτω τὶς δικές μου δυσκολίες. Καὶ ὅταν μάλιστα μὲ ψυχολογικὲς μεθόδους, δηλαδὴ μὲ συζητήσεις, μὲ ἐπιχειρήματα, μὲ ἐξαγορεύσεις κλπ. ποὺ πολλὲς φορὲς ἐπιχειροῦμε στοὺς ἐξομολογουμένους μας, βλέπω αὐτὴν τὴν ἀναποτελεσματικότητα καὶ λέω: Τί συμφέρει νὰ συνεχίσω ἢ νὰ ὑποχωρήσω;

Πατὴρ Σωφρόνιος λέει ἕνα τρομακτικὸ ἐδῶ: «Ἐάν, λέει, μπεῖς στὴ διαδικασία τῆς τελείας σταυρώσεως, διὰ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν ἄλλον, ἔστω κὶ ἂν χάνεις μερικὲς φορὲς τὶς ὡραῖες ἐμπειρίες τῆς προσευχῆς, βγαίνεις στὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα τῆς σωτηρίας. Γιατὶ ἡ Γραφὴ λέει ἐὰν ἐξαγάγεις ἄξιον ἐξἀναξίου οὗτος ὡς τὸ στόμα μου ἐστί.». Σὰν τὸ στόμα μου εἶναι αὐτός..

Ὁπότε βάζουμε τὸν ἑαυτό μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ οὔτε ἀποφασίζουμε ἐμεῖς,ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀρνούμαστε καὶπαρατηροῦμε μέσα στὴ διαδρομὴ τῆς πορείας μας σὰν Πνευματικοὶ ἂν τὸ θέλει ὁΘεὸς νὰ προχωρήσουμε ἢ ὄχι. Κι ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι δὲν τὸθέλει ὁ Θεὸς καὶ θὰ δώσει τρόπο ὁ Θεὸς νὰτὸ ἀντιληφθοῦμε, πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ποῦμε: ΣΤΟΠ! Εἶσαι ἀνάξιος νὰ προχωρήσεις. Καὶ ὅποιος προχωρεῖ ἀντιλαμβανόμενος αὐτὴν τὴν ἀναξιότητα, σίγουρα θὰ κάνει πολὺ κακὸ ἀντὶ νὰ κάνει καλό. Γιατὶ ὑπάρχουν καὶ πολλὲς ἐκτροπὲς γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτό. Καὶἀντὶ νὰ ὠφελήσει καὶ νὰ θεραπεύσει θὰ φτάσει στὴν ἀντίστροφη κατάσταση νὰβλάψει καὶ νὰ πάει μαζὶ μὲ τοὺς ἐξομολογούμενούς του στὴν κόλαση καὶ ὁ ἴδιος.

Ἑπομένως, λέει, ὁ Πατὴρ Σωφρόνιος, σ᾿ ἕνα ἄλλο σημεῖο, ὅτι χρειάζεται νὰἔχουμε μία εὐκτικὴ προσοχή. Μία προσοχή, δηλαδή, ποὺ νὰ συνοδεύεται ἀπὸτὴν συνεχῆ εὐχή.

Ἀπὸ τὶς λεπτομέρειες ποὺ θ᾿ ἀντιμετωπίσουμε στὸν ἐξομολογούμενο, μέχρι τὰ γενικότερα θέματα ὅλης της ἀνθρωπότητας ὁ Χριστὸς ἀνέλαβε νὰ σώσει τὴν ἀνθρωπότητα χωρὶς νὰ προστρέξει σὲ διδασκαλία πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

Ἀλλὰ μὲ τὴν προσευχὴ τῆς Γεθσημανῆς, ποὺ ἦταν ἔμπονη καὶ ἔμπυρη καὶ μὲτὴν ἀνάληψη τῆς εὐθύνης ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν τιμωρία ποὺ ὑπέστη οἰκειοθελῶς χάριν τῶν ἀνθρώπων, ἔσωσε τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἔτσι θέλει καὶτοὺς Πνευματικούς. Ὁ Πνευματικὸς δὲν μπορεῖ ἀλλιῶς νὰ ζήσει καὶ νὰ δώσειὠφέλεια στοὺς ἀνθρώπους ἂν δὲν μπεὶ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν διαδικασία τῆς θυσίας.

Καὶ εἶναι μία μεγαλειώδης κατάσταση αὐτή, ὅταν ἀρχίζουμε ν᾿ἀντιμετωπίζουμε τὸν ἄνθρωπο ξεκινώντας ἀπὸ τὸ συμφέρον τοῦ ἐαυτοῦ μας, χωρὶς πρόθεση νὰ θυσιαστοῦμε γιὰ τὸν ἄλλον σὲ κάθε στιγμή, εἴτε μέρα εἶναι, εἴτε νύκτα, εἴτε μὲ τὴν παρουσία τοῦ ἄλλου, εἴτε μὲ τὴν ἀπουσία τοῦ ἄλλου διὰτῆς προσευχῆς, ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ πρόθεση, ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ τόλμη νὰ μπεῖ μέσα σ᾿ αὐτὴν την θυσία, σίγουρα δὲν θὰ μπορέσει νὰ κάνει δουλειά.

Γιατὶ μέσα στὸν Πνευματικὸ Πατέρα ὑπάρχουν δυὸ στοιχεῖα: Τὸ ἕνα στοιχεῖο εἶναι τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης, ποὺ φέρει καὶ τὴν δυνατότητα τῆς θεραπείας καὶ τὸ ἄλλο στοιχεῖο εἶναι ἡ προσωπικὴ μετοχὴ στὴν χάρη ποὺ φέρει καὶ μέσῳ τῆς ἱερωσύνης, ἀλλὰ καὶ μέσῳ τῆς πίστεώς του στὸν Θεό. Ἐὰν τὸ χάρισμα τῆςἱερωσύνης συνοδεύεται μὲ τὴν ῥᾳθυμία τοῦ πνευματικοῦ, ὅταν θὰἐξομολογεῖται, ὁ ἄλλος θ᾿ ἀπαλλάσσεται μὲν ἀπὸ τὶς ἐνοχές, δὲν θὰ οἰκοδομεῖταιὅμως στὴν πνευματικὴ ζωή. Ὁπότε θὰ εἶναι, κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα, εὔκολη λεία τοῦ διαβόλου, κάθε ἄνθρωπος, ἔστω καὶ ἂν καθαίρεται.

Σκοπὸς τοῦ Πνευματικοῦ δὲν εἶναι μόνον ν᾿ ἀντιληφθεῖ τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε εἶναι μόνο νὰ διαβάζει τὴν εὐχή, νὰ τοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες του.

Σκοπὸς τοῦ Πνευματικοῦ εἶναι, νὰ προσπαθήσει μὲ τὴν προσωπικὴ ἐμπειρία, τὴν φυσικὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ποὺ ἀποκτᾷ μέσα ἀπὸ τὴν δική του βίωση, τὴν πνευματική, νὰ μπορέσει νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο νὰβρεῖ τὸν Θεό, νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ γίνει μέτοχος τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὴ ἡ δυνατότης δὲν μπορεῖ ἀνθρωπίνως νὰ ἐπιτευχθεῖ.

Θὰ ἔρθει ἐπὶ παραδείγματι μέσα στὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἡ διάκριση καὶ ἡ διείσδυση, ὥστε νὰ μπεῖ καὶ νὰ κατανοήσει στὸ βάθος τὸν ἄνθρωπο;

Ἀνθρωπίνως εἶναι ἀδύνατον.

Μπορεῖ ἐξωτερικὰ κάτι ν᾿ ἀντιληφθεῖ ἀπὸ τὶς ἐξαγορεύσεις. Σκοπὸς εἶναι νὰ ἔχει ἕνα χάρισμα, μία δυνατότητα νὰ μπεῖ στὸ βάθος τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ τοῦἀποκαλύψει καὶ ἀνακαλύψει ἐκεῖνα τὰ βάθη, ποὺ οὔτε ὁ ἴδιος τὰ ἔχει προσεγγίσει ποτὲ καὶ μὲ ἐπιμονὴ τὰ ἀρνεῖται καὶ τὰ ἀπωθεῖ στὸ ὑποσυνείδητο, φοβούμενος οὔτε καὶ νὰ τ᾿ ἀγγίξει. Καὶ τοῦτο ἐδῶ εἶναι ἔργο τοῦ Πνευματικοῦ, νὰ βγάζει τὸν δειλὸ ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ βάθος ποὺ συσπειρώνει ὅλες τὶς δυνάμεις του, στὸ βάθος τοῦ ὑποσυνείδητου, νὰ τον βγάλει στὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ τὸν θεραπεύει μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν ὁδηγεῖ σὲ μία Θεογνωσία τέτοια, ποὺ νὰ τοῦ δίνει τελικὰ τὴν χαρά, τὴν εἰρήνη, τὴν εὐτυχία, μέσα στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του.

Ἐὰν δὲν ὑπάρχει λοιπὸν αὐτὴ ἡ Ἀγάπη, ἡ θυσιαστικὴ Ἀγάπη, εἶναι ἀδύνατον νὰ μπορέσει κανεὶς νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο. Ἡ Ἀγάπη λέει ὁ Πατὴρ Σωφρόνιος μεταφέρει τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀγαπῶντος προσώπου, εἰς τὸ ἀγαπώμενοὂν καὶ οὕτως ἀφομοιώνει τὴν ζωὴ τοῦ ἀγαπώμενου. Ἡ Ἀγάπη ἔχει δυνατότητα νὰ μεταφέρει ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀγαπῶντος στὴν καρδιὰ τοῦ ἀγαπώμενου νὰμεταφέρει τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάριτος, ποὺ οὐσιαστικὰ διὰ τῆς Ἀγάπηςἐμφανίζεται, χωρὶς νὰ βλάπτει τὸ ἄλλο πρόσωπο. Γιατὶ λέει ὅτι τὸ πρόσωπο εἶναι διεισδυτὸν Ἀγάπης. Δηλαδὴ τὸ πρόσωπο ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ἀφομοιώνει αὐτὴν τὴν ἀγάπη, νὰ διαπερνᾷ διὰ τοῦ προσώπου ἡ Ἀγάπη, νὰ εἰσέρχεται στὴν πληγωμένη φύση, χωρὶς νὰ βλάπτει τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου καὶ νὰθεραπεύει καὶ νὰ κοινωνεῖ καὶ νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν ἄλλον ἄνθρωπο διὰ τοῦΘεοῦ.

Μ᾿ ἕνα παράδειγμα: Ὅπως ἡ ἀτμόσφαιρα ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ἀφομοιώνει τὸν ἥλιο καὶ νὰ διεισδύει ὁ ἥλιος μέσα ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ νὰ διαπερνᾷ τὶςἀκτῖνες του σὲ ὅλα τὰ ὄντα, χωρὶς νὰ παθαίνει τίποτα ἡ ἀτμόσφαιρα, ὄχι μόνο δὲν παθαίνει, ἀλλὰ φωτίζεται περισσότερο καὶ ὅπως ἡ ἀκτίνα τοῦ ἡλίου ἀκόμα καὶ μέσα ἀπὸ τὸ νερὸ περνᾷ, χωρὶς τὸ νερὸ νὰ παθαίνει τίποτα, ἔτσι ἀκριβῶς καὶἢ Ἀγάπη, ἡ Εὐαγγελικὴ ὅμως Ἀγάπη, τοῦ Θεοῦ ἡ Ἀγάπη, διεισδύει ἀπὸ τὸ ἕνα πρόσωπο στὸν ἄλλο χωρὶς νὰ καταργεῖ τὸ ἄλλο πρόσωπο, χωρὶς νὰ δεσμεύει καὶχωρὶς νὰ αἰχμαλωτίζει τὸ πρόσωπο, ἀλλὰ νὰ τὸ ἑνώνει Θεοπρεπῶς καὶ νὰ γίνονται ταυτόχρονα δυὸ πράγματα. Νὰ ἑνώνεται ἡ φύσις ἡ μία, γιατὶ οὐσιαστικά, ὅπως εἴπαμε, μία εἶναι ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου, νὰ ἑνώνεται ἐν Χριστῷ, διατηρώντας τὴν προσωπικὴ ὕπαρξη καὶ ἐλευθερία ποὺ ἔχει ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς.

Αὐτὸ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη ἑνότητα.

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦν νὰ ἑνωθοῦν καὶ δημιουργοῦν προϋποθέσειςἑνότητας, ἀλλὰ οἱ προϋποθέσεις ἑνότητας συνήθως καταλήγουν στὴν ἐπιβολὴτῆς μίας θελήσεως πάνω στὴν ἄλλη καὶ μάλιστα τὴν βίαιη. Ἔχουμε παραδείγματα τὶς δικτατορίες, τὰ ἀπολυταρχικὰ καθεστῶτα, τὰ θρησκευτικὰκαθεστῶτα, προσπαθοῦν διὰ νόμου νὰ ἐπιβάλλουν τὶς θελήσεις τους. Ἔχουμεἀκόμη καὶ τὰ χριστιανικὰ καθεστῶτα, τὸ ἀπολυταρχικὸ καθεστὼς τοῦΠαπισμοῦ, ποὺ μ᾿ ἕνα τρόπο πρωτοφανῆ στὴν ἱστορία, πολλὰ ἀπολυταρχικὰκαθεστῶτα ἔρχονται καὶ φεύγουν καὶ αὐτὸ δὲν φεύγει καὶ διατηρεῖται καὶ δίνει καὶ τὴν αἴσθηση αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας του καὶ σ᾿ ὅλες τὶς Δυτικὲς κοινωνίες καὶποὺ πάρ᾿ ὅλο ποὺ πᾶνε νὰ ἐφαρμόσουν δημοκρατικοὺς θεσμούς, γιὰ νὰἐπιβάλλουν τάχα στὴν ἀνθρωπότητα ἐλεύθερα καὶ δυναμικὰ τὶς θελήσεις τους, οὐσιαστικὰ δεσμεύουν μ᾿ ἕναν ἄλλο τρόπο δικτατορικὸ τὶς θελήσεις τῶν ἄλλωνἀνθρώπων, ὥστε νὰ κάνουν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους νὰ γράψουν ἀκόμη καὶβιβλία καὶ νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν τυραννία τῆς σύγχρονης Δημοκρατίας, τῆς σύγχρονης πλειοψηφίας.

Ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ στὴν Ὀρθόδοξη Ζωὴ ἐπιτυγχάνεται μ᾿ἕνα τέτοιο θαυμαστὸ τρόπο, ὥστε νὰ ἑνώνεται ἡ φύσις καὶ ἑνωμένη ἡ φύσις νὰἀποκτᾷ εἰδικές, θὰ λέγαμε ἑνωμένες δυνάμεις μία θέληση, μία καρδία, μίαἀγάπη, μία πορεία, ἕνα συγχνωτισμὸ καὶ ταυτοχρόνως νὰ μὴν βλάπτεται ἡἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου.

Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀλλιῶς ἂν δὲν μπεῖ σ᾿ αὐτὴν τὴν διαδικασία τῆς καθάρσεως, νὰ φύγουν τὰ σκουπίδια ποὺ ἔχουν συσσωρευτεῖ στὸ βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, νὰ καθαριστεῖ ἡ φύσις, νὰ μπορεῖ νὰ ἑνωθεῖ ἡ φύσις ἐν Χριστῷ καὶ νὰ διατηρηθεῖ καὶ τὸ πρόσωπο, μὲ ἕναν τρόπο μυστηριακό, αὐτὸν ποὺ ἔχουμε παραλάβει ἐμεῖς ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας καὶ τοὺς Ἀποστόλους μας. Καὶ δὲν προσπαθεῖ κανεὶς μὲ ἄλλον τρόπο νὰ ἑλκύσει τὸν ἄλλον σ᾿ αὐτὴν τὴν ἑνότητα, παρὰ διὰ τῆς προβολῆς αὐτῆς τῆς ἀνιδιοτελοῦς καὶ ΕὐαγγελικῆςἈγάπης.

Ἄλλο νὰ ἐπιβάλλεις τὸ καλὸ καὶ ἄλλο νὰ προβάλλεις τὸ καλὸ καὶ ἄλλο νὰ διεισδύεις δι᾿ αὐτῆς τῆς προβολῆς στὸ βάθος τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου θὰ τὸν «ἀναγκάζεις», ἐντὸς εἰσαγωγικῶν, μ᾿ ἕναν ἐλεύθερο τρόπο νὰ ἑνώνεται μαζί σου καὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ γίνεται ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα μία φύσις διατηρώντας τὶςἰδιαιτερότητές της.

Αὐτὴ λοιπὸν ἡ παράδοση ἡ δισχιλιετὴς ποὺ φέρουμε ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ δημιουργεῖ καὶ τὴν Πνευματικὴ οἰκοδομή.

Ἐμεῖς σὰν Ὀρθόδοξοι δὲν μποροῦμε νὰ λειτουργήσουμε διαφορετικά, δὲν μποροῦμε νὰ πιέσουμε συνειδήσεις, μποροῦμε ὅμως διὰ τῆς Ἀγάπης νὰπροκαλέσουμε τὸν ἄλλον ἄνθρωπο σὲ κοινὴ ζωὴ καὶ αὐτὴ ἡ κοινὴ ζωὴσυσπειρώνεται στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸ θυσιαστήριο.

Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ζωὴ χωρὶς θυσιαστήριο γίνεται κατακερματισμένη. Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ζωὴ μὲ τὴν πεῖρα τοῦ θυσιαστηρίου, μὲ ὅλα τὰ μυστήρια καὶ μ᾿ὅλη τὴν προσευχὴ ποὺ παρέδωσαν οἱ Πατέρες εἶναι ἡ ζωὴ μέσα στὸ σῶμα τοῦΧριστοῦ, ὁπότε εἶναι ζωὴ χαρούμενη, εἶναι ζωὴ εἰρηνική, ἔστω καὶ ἂν πιέζεται ἐκ τῶν ἔξω, ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, ν᾿ ἀλλάξει πορεία.

Κι ἀκολουθώντας αὐτὲς τὶς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀποκαλύπτονται, ὅπως εἶπα προηγουμένως, μέσα μας, αὐτὰ τὰ ἰδιώματα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, τῆςἐνέργειας τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶβλέπουμε στὸ βάθος μας, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα Ὂν Θεοειδές, ὅτι εἶναι ἕνα πρόσωπο ποὺ ἔχει μία πρωταρχικὴ ὕπαρξη, εἶναι μία εἰκόνα ποὺ μόνοἀποκαλύπτεται ἡ ἀξία της, ὅταν ἀντιπαραβληθεῖ πρὸς τὸ πρωτότυπο. Γι᾿ αὐτὸκι᾿ ἔχει ἀνάγκη τῆς παρουσίας τοῦ πρωτοτύπου, γιὰ ν᾿ ἀξιολογηθεῖ ἡ εἰκόνα. Ἀλλιῶς ὅταν ἀπομακρύνουμε τὸ πρωτότυπο, τότε μειώνουμε τὴν ἀξία τοῦἀνθρώπου καὶ ἡ μείωση αὐτῆς τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰἔχει μικρότερη ἀξία κι ἀπὸ τὸ ἄλογο ζῷο.

Καὶ γι᾿ αὐτὸ καὶ σήμερα μία ἐμπειρία τῆς σύγχρονης ζωῆς περὶ τῆς ἀξίας τοῦἀνθρώπου, εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς καὶ ἀπ᾿ ἐδῶ μποροῦμε νὰ καταλάβουμε πόσο μακριὰ ἀπὸ τὶς κοινωνίες μας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός.

[imverias.blogspot.gr]

το ρχιμανδρίτου Μαξίμου Κυρίτση

Απόσπασμα από ὁμιλία που δόθηκε στὴν αἴθουσα 

τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου 

Θεσσαλονίκης στὶς 15.12.1997