Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Διακονία αγάπης




Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτου
Στον π. Κωνσταντίνο Καλλιανό, ως αντίδωρο αγάπης
Ο Θεός ας πλημμυρίσει την καρδιά σας με την καλοσύνη Του και την πολλή Του αγάπη, μέχρι να παλαβώσετε, για να φύγει ό νους σας πια από την γη καί να βρίσκεται από τώρα κοντά Του στον Ουρανό.
Να τρελαθείτε από την θεία τρέλα της αγάπης του Θεού! Να κάψει ό Θεός με την αγάπη Του τίς καρδιές σας1!.»
Το να γράψει κανείς για μορφές σαν το Γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη, αποδεικνύεται πολύ δύσκολο έργο, μια πού «θέλει άρετήν και τόλμην» κατά τον ποιητή, ή προσέγγιση με το ιερό αυτό πρόσωπο. Κι αφού στο πρώτο βιώνουμε – μόνο εκεί – την πλήρη ακτημοσύνη, απέμεινε ή τόλμη, πού με την παρακίνηση των υπευθύνων του παρόντος εγκρίτου περιοδικού, προσδοκούμε να μας ενισχύσει στο να εκφράσουμε τίς παρακάτω σκέψεις.
Είναι γεγονός ότι για το μακαριστό Γέροντα, ή σχετική βιβλιογραφία κάθε χρόνο πού περνάει εμπλουτίζεται συνεχώς. Όχι μόνο βιβλία καί άλλες εργασίες πού αναφέρονται στην μορφή του καί στις εμπειρίες ανθρώπων πού έχουν ωφεληθεί άπ’ αυτόν, βρίσκουν συχνά το φως της δημοσιότητας, αλλά καί – αυτό κατά τη γνώμη μου είναι καί το σπουδαιότερο – τα Έργα, οι Λόγοι καί οι Διδαχές του ‘ίδιου του Γέροντα, είναι πλέον προσιτές στο σύγχρονο πιστό, μέσα από τίς εκδόσεις της μονής οπού αναπαύεται το ασκητικό του λείψανο.
Αναδιφώντας για τίς ανάγκες του παρόντος άρθρου, μέσα από τίς τόσες εκδόσεις τα βιογραφικά του στοιχεία, πού φαίνεται να είναι αρκετά λεπτομερή, διαπίστωσα ότι πουθενά δεν αναφέρεται ότι τα πρώτα βήματα της μοναχικής του ζωής τα έκανε εδώ, στην αγιοτόκο Σκήτη Αγίας Τριάδος των Καυσοκαλυβίων.
Σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων πατέρων πού τον γνώρισαν εκείνη την εποχή, ό Γέρο Παΐσιος – λαϊκός τότε «με τα παντελόνια του», Αρσένιος ονόματι – ήλθε στα Καυσοκαλύβια το καλοκαίρι του 1952 ή του 1953 καί έμεινε λίγους μήνες ως δόκιμος στην Καλύβη της Υπαπαντής του Σωτήρος, υποτασσόμενος στο Γέροντα Κοσμά μοναχό πού είχε υποτακτικό τον μοναχό Δημήτριο. Οι πατέρες μάλιστα τον θυμούνται να σκαλίζει με επιμέλεια το μικρό περιβόλι της Καλύβης. Τελικά ό Αρσένιος αναχώρησε από τη Σκήτη, αφού -όπως εμπιστεύτηκε στον αρχάριο τότε μοναχό Παύλο, της γειτονικής Καλύβης της Αγίας Αννης – οι Γεροντάδες ήταν «ζηλωτές» καί μάλιστα από διαφορετικές μεταξύ τους παρατάξεις καί ως εκ τούτου δεν ακολουθούσαν το Κυριάκο. Κι αυτό ήταν κάτι πού πολύ τον στενοχωρούσε.
Τα παραπάνω, σαν μια ακόμη παράγραφος στο θαυμαστό συναξάρι του μακαριστού Γέροντα.
Αναπολώντας κατά καιρούς τη σεβάσμια μορφή του Γέροντα καθώς καί τίς φωτισμένες νουθεσίες καί διδαχές του, πού πάντα στάλαζαν σα βάλσαμο στις ψυχές όλων πού, λίγο ως πολύ, είχαμε την ευλογία να τον συναντήσουμε, μου έμενε ή αίσθηση ότι όλα οσα υπέφερε καρτερικά στην ασκητική του ζωή: στερήσεις, κακουχίες, πειρασμοί, κοπιώδεις μετακινήσεις, ενοχλήσεις καί κόπωση από τους αναρίθμητους προσκυνητές καί τέλος, οδυνηρές ασθένειες, τα υπέμενε από αγάπη για το Θεό καί για τον άνθρωπο.
Καί στις μονές που διακόνησε, εντός καί εκτός Αγίου Όρους, καί όταν ζούσε μόνος του στην ησυχία, ή ζωή του, ήταν μια συνεχής διακονία αγάπης. Μιας αγάπης χωρίς σύνορα πού επειδή ήταν ειλικρινής καί απαύγασμα της θεοειδούς του ψυχής, ξεκούραζε όλους όσους τη γεύονταν. Ακόμη καί στην περίοδο πριν την όσιακή του κοίμηση, αν καί εξ αιτίας της επάρατης νόσου είχε οδυνηρότατους πόνους, εκείνος θυσιάζοντας τον εαυτό του για τους αδελφούς του, διακονούσε με αυταπάρνηση καί αυτοθυσία όσους προσέτρεχαν σ’ αυτόν για να βοηθηθούν.
Μα κι από την πλούσια διδασκαλία του, πού αναφέρεται διεξοδικά σε όλα τα θέματα της εν Χριστώ ζωής καί πού πραγματικά μας «αφυπνίζει πνευματικά», βλέπουμε το Γέροντα να μιλάει «με πόνο καί αγάπη» για όλους μας.
Από το πάνθεον των αρετών, ή αγάπη – ξεχωριστά ανάμεσα στις άλλες – φαίνεται να διαπνέει τη σύνολη ζωή καί διδασκαλία του π. Παϊσίου. Έλεγε στους ακροατές του, υπογραμμίζοντας τη δύναμη της αγάπης: «…επειδή δεν ξέρουμε τι μας περιμένει, όσο μπορείτε, να καλλιεργήσετε την αγάπη. Αυτό είναι το κυριότερο άπ’ όλα: να έχετε μεταξύ σας αγάπη αληθινή, αδελφική, όχι ψεύτικη. Πάντα όταν υπάρχει το καλό ενδιαφέρον, ό πόνος, ή αγάπη, ενεργεί κανείς σωστά. Ή καλοσύνη, ή αγάπη, είναι δύναμη»2.
Μία από τις τελειότερες εκφράσεις αγάπης είναι το να προσευχόμαστε για τους άλλους. Την αλήθεια αυτή καθώς καί την αξία της τονίζει ό Γέροντας: «Ή καρδιακή προσευχή βοηθάει όχι μόνο τους άλλους αλλά καί τον ίδιο τον εαυτό μας, γιατί βοηθάει να έρθει ή εσωτερική καλοσύνη. Όταν ερχόμαστε στη θέση του άλλου, έρχεται φυσιολογικά ή αγάπη, ό πόνος, ή ταπείνωση, ή ευγνωμοσύνη μας στο Θεό με τη συνεχή δοξολογία, καί τότε ή προσευχή για το συνάνθρωπο μας γίνεται ευπρόσδεκτη από τον Θεό καί τον βοηθάει»3. Καί σε ερώτηση για το πώς καταλαβαίνει ότι με την προσευχή του βοηθήθηκε ό άλλος, απαντάει: «Το πληροφορείται από τη θεία παρηγοριά πού νιώθει μέσα του από την πονεμένη του καρδιακή προσευχή πού έκανε. Πρέπει όμως πρώτα τον πόνο του άλλου να τον κάνει δικό σου πόνο καί υστέρα να κάνεις καί καρδιακή προσευχή. Ή αγάπη είναι ιδιότητα θεϊκή καί πληροφορεί τον άλλο»4.
Ή αγάπη είναι προϋπόθεση για να φέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα του ελέγχου των σφαλμάτων του αλλού κι αυτό είναι κάτι πού το υπογραμμίζει ό π. Πάίσιος: «Όταν ελέγχουμε κάποιον από αγάπη, είτε την καταλαβαίνει ό άλλος την αγάπη μας είτε όχι, ή αλλοίωση γίνεται στην καρδιά του, επειδή κινούμαστε από καθαρή αγάπη. Ενώ ό έλεγχος πού γίνεται χωρίς αγάπη, με εμπάθεια, τον κάνει τον άλλο θηρίο γιατί ή κακιά μας προσκρούει στον εγωισμό του… Όταν ανεχόμαστε τον άλλον από αγάπη, εκείνος το καταλαβαίνει»51.
Ή θυσία για τον αδελφό είναι μίμηση Χρίστου. «Να μάθει κανείς να χαίρεται με το να δίνει», έλεγε ό μακαριστός Γέροντας καί συνέχιζε: «Τέτοιοι άνθρωποι πού δίνονται χωρίς να υπολογίζουν τον εαυτό τους, θα μας κρίνουν μεθαύριο». «Ό Χριστός συγκινείται, όταν αγαπάμε τον πλησίον μας πιο πολύ από τον εαυτό μας, καί μας γεμίζει με θεία ευφροσύνη. Βλέπεις Εκείνος δεν περιορίστηκε στο «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» αλλά θυσιάστηκε για τον άνθρωπο»6. Καί συμπληρώνει: «Αδύνατο είναι να έλθει ή αγάπη του Χριστού μέσα μας, εάν δεν βγάλουμε έξω τον εαυτό μας από την αγάπη μας καί να την δώσουμε στον Θεό καί στις εικόνες Του καί να δινόμαστε πάντα στους άλλους, χωρίς να θέλουμε να μας δίνονται οί άλλοι»7. Επιμένοντας ό Γέροντας στην θυσιαστική προσφορά ως έκφραση τέλειας αγάπης, μας νουθετεί: «Ή θυσία για τον συνάνθρωπο μας κρύβει την μεγάλη μας αγάπη για τον Χριστό. Όσοι έχουν μεν την αγαθή προαίρεση για να ελεήσουν, αλλά δεν έχουν τίποτα καί πονάνε γι αυτό, ελεούν με το αίμα της καρδιάς τους». Καί για να ενθαρρύνει όσους αγωνίζονται να καλλιεργούν την βασίλισσα των αρετών, συμπληρώνει: «Οί εύσπλαχνοι, επειδή πάντα χορταίνουν τους άλλους με αγάπη, πάντοτε είναι χορτασμένοι από την αγάπη του Θεού καί από τίς άφθονες ευλογίες Του»8.
Στρέφοντας την προσοχή του στη σωστή πραγμάτωση του μοναχικού Ιδεώδους καί ορίζοντας την αγάπη αρχή καί τέλος της άποταγής του μοναχού από τον κόσμο, μας διδάσκει: «Έργο του μοναχού είναι να γίνει δοχείο του Αγίου Πνεύματος. Να κάνει την καρδιά του ευαίσθητη σαν το φύλλο του χρυσού των αγιογράφων. Όλο το έργο του μοναχού είναι ή αγάπη, όπως καί το ξεκίνημα του έγινε από αγάπη προς τον Θεό, ή οποία έχει καί την αγάπη για τον πλησίον». Καί συνεχίζει, απαντώντας ταυτόχρονα καί στους ανά τους αιώνας επικριτές του μοναχισμού, ότι τάχα έφυγαν από τον κόσμο επειδή δεν τον αγαπούν: «Ό μοναχός φεύγει μακριά από τον κόσμο, όχι γιατί μισεί τον κόσμο, αλλά γιατί αγαπάει τον κόσμο, καί ζώντας μακριά από τον κόσμο, θα τον βοηθήσει με την προσευχή του σε ότι δεν γίνεται ανθρωπίνως παρά μόνο με θεϊκή επέμβαση»9.
Ορίζοντας άλλη μια φορά την αγάπη σαν μια από τίς βασικές συντεταγμένες της πορείας του μονάχου, αλλά καί κάθε χριστιανού πού ζει με Λιτότητα καί εγκράτεια, ό μακαριστός Γέροντας Παΐσιος θα μας πει: «Ή αγάπη με την εξωτερική ακτημοσύνη πολύ βοηθάει για να αποκτήσει κανείς καί την εσωτερική ακτημοσύνη από τα πάθη. Ο! δύο αυτές ακτημοσύνες κάνουν τον άνθρωπο πλούσιο από καλοσύνη Θεού»10.
Έχουν περάσει ήδη 10 χρόνια από τη μακαριά καί όσιακή κοίμηση του αλησμόνητου Γέροντος Παϊσίου του Άγιορείτου. Όμως ούτε αυτά κατάφεραν ούτε οσα ό Θεός θα επιτρέψει να ζήσει ακόμη αυτός ό κόσμος θα καταφέρουν να σβήσουν την χαριτωμένη μορφή του από τίς καρδιές των ανθρώπων πού αγάπησε μέσα από την πολλή του μανική αγάπη προς τον Χριστό. Ολόκληρη ή ζωή του ήταν μια διακονία αγάπης. Μιας αγάπης χωρίς σύνορα! Γι’ αυτό καί όσο ό ήλιος θα ανατέλλει στη γη, δεν θα πάψει να μας εμπνέει καί να διδάσκει πώς ν’ αγαπούμε πραγματικά.
«Εκείνοι πού αγαπούν αληθινά καί αγωνίζονται σωστά, ανέχονται με αγάπη, θυσιάζονται, στερούνται καί αναπαύουν τον πλησίον τους, πού είναι ό Χριστός»11.
“Ας έχουμε την ευχή του!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Γέροντος Παϊσίου Άγιορείτου, Λόγοι Α’. Με πόνο καί αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, εκδ. Ί. Ήσυχαστ. Εύαγγελ. Ιωάννης ό Θεολόγος, Σουρωτή Θεσ/κης 1998, σ. 110.
2. Γέροντος Παϊσίου Άγιορείτου, Λόγοι Β’, Πνευματική αφύπνιση, εκδ. Μ. Ήσυχαστ.
Εύαγγελ. Ιωάννης ό Θεολόγος, Σουρωτή Θεσ/κης 1999, σ. 207.
3. Γέρ. Παϊσίου, Λόγοι Β’, ότι. πρ., σ. 307.
4. Γέρ. Παϊσίου, Λόγοι Β’, οπ. πρ., σ. 310.
5. Γέρ. Παϊσίου, Λόγοι Β’, οπ. πρ., σ. 75.
6. Γέρ. Παϊσίου, Λόγοι Β’, οπ. πρ., σ. 160.
7. Γέρ. Παϊσίου, Επιστολές, οπ. πρ., σ. 104.
8. Γέρ. Παϊσίου, Επιστολές, οπ. πρ., σ. 112.
9. Γέρ. Παϊσίου, Λόγοι Β’, οπ. πρ., σ. 319 – 320.
10. Γέρ. Παϊσίου, Επιστολές, οπ. πρ., σ. 107.
11. Γέρ. Παϊσίου, Επιστολές, οπ. πρ., σ. 108.
Μοναχός ΠΑΤΑΠΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Τι είναι η ευχή και η ταπείνωση - Ισαάκ ο Σύρος


ΚΑΙ ερωτήθηκε πάλι τι είναι ευχή;
Και απάντησε: Είναι απαλλαγή και σχόλασμα της διανοίας από όλα τα εδώ πράγματα, και καρδιά πού έστρεψε τελείως την δράση της με πόθο προς την ελπίδα των μελλόντων αγαθών. Όποιος διαχωρίζεται άπ' αυτήν την ελπίδα σπείρει στον αγρό του ανάμικτο σπόρο, σαν εκείνον πού ζευγνύει μαζί ένα βόδι με έναν όνο.


Ερωτήθηκε πάλι, πώς μπορεί ν' αποκτήσει κανείς ταπείνωση;

Και είπε: Με την αδιάλειπτη μνήμη των παραπτωμάτων και την αναμονή του προσεγγίζοντος θανάτου, με την ευτελή ενδυμασία και την προτίμηση της τελευταίας θέσεως σε κάθε περίσταση, με το να αναλαμβάνει πάντοτε τα κατώτερα και ταπεινωτικά έργα, με την υπακοή και την αδιάλειπτη σιωπή, με την αντιπάθεια προς τις συνάξεις και την επιθυμία να είναι άγνωστος και καταφρονημένος• με το να μη κατέχει πράγματα πολύτιμα, να μισή την συντροφιά των πολλών προσώπων και να αποφεύγει τα κέρδη.


Και έπειτα, με το να κράτη την διάνοια του επάνω από κάθε μομφή και κατηγορία για κάθε άνθρωπο και από την ζηλοτυπία• με το να μη είναι το χέρι του εναντίον όλων ούτε το χέρι όλων εναντίον του, αλλά να περιορίζεται μόνο στα δικά του πράγματα απομονωμένος να μη φροντίζει για τίποτε στον κόσμο, πλην του εαυτού του. Με λίγα λόγια, ή ξενιτιά, ή πτώχεια και ή άπομόνωσις, αυτά είναι πού γενούν την ταπείνωση και καθαρίζουν την καρδιά.


Τό σημείο εκείνων πού έφθασαν στην τελειότητα είναι τούτο. Αν παραδοθούν δέκα φορές την ήμερα να καούν για την αγάπη προς τους ανθρώπους, δεν χορταίνουν με αυτό. Όπως είπε ό Μωϋσής στον Θεό, «αν πρόκειται να τους συγχώρησης την αμαρτία, συγχώρεσε την, αλλιώς, εξάλειψε κι' εμένα από την βίβλο πού με έγραψες». Και όπως λέγει ό μακάριος Παύλος, «θα ευχόμουν ν' αποχωρισθώ από τον Χριστό χάριν των αδελφών μου» και τα λοιπά: και πάλι, «τώρα χαίρομαι μέσα στις θλίψεις για σας τους εθνικούς»: Και οί υπόλοιποι άλλωστε Απόστολοι, αντί του πόθου της ζωής των ανθρώπων δέχθηκαν με παντοειδείς τρόπους τον θάνατο


Τέλος όλων αυτών μαζί είναι ότι ό Θεός και Κύριος, ό όποιος από αγάπη προς την κτίσι παρέδωσε σε θάνατο δια του σταυρού τον ίδιο τον Υιό του. «Διότι τόσο πολύ αγάπησε ό Θεός τον κόσμο, ώστε να παραδώσει τον Υιό του σε θάνατο για χάρι του» Όχι ότι δεν μπορούσε με άλλο τρόπο να μας λύτρωση, αλλά θέλησε με αυτό να μας δείξει την υπερβολική του αγάπη. Έτσι με τον θάνατο του μονογενούς του Υιού μας προσήγγισε προς τον εαυτό του, και αν είχε κάτι πολυτιμότερο, θα το έδιδε, για να ευρεθεί μέσα σ' αυτόν το γένος μας δι' αυτού. Και από την πολλή του αγάπη δεν θέλησε να εκβίαση την ελευθερία μας, αν και μπορούσε να το κάμη, άλλα θέλησε να τον πλησιάσομε με την αγάπη του φρονήματος μας. Και ό ίδιος ό Κύριος υπήκουσε στον Πατέρα του από την αγάπη του για μας, ώστε να δεχθεί στον εαυτό του την ύβρη και την λύπη ευχαρίστως, όπως λέγει ή Γραφή: «αντί της χαράς πού μπορούσε να έχη, υπέμεινε σταυρό περιφρονώντας την ατίμωση». Γι' αυτό ό Κύριος κατά την νύκτα πού παραδινόταν είπε• «τούτο είναι το σώμα μου πού δίδεται για την ζωή του κόσμου, και τούτο είναι το αίμα μου πού χύνεται υπέρ των πολλών για την άφεση των αμαρτιών». Και για μας πάλι λέγει, «εγώ προσφέρω θυσία τον εαυτό μου».


Έτσι και όλοι οι άγιοι φθάνουν σ' αυτήν την τελειότητα, όταν τελειοποιηθούν, και αφομοιώνονται με τον Θεό με την υπερεκχείλιση της αγάπης των και της φιλανθρωπίας προς όλους. Και τούτο το σημείο επιδιώκουν να έχουν οι άγιοι, για να αφομοιωθούν με τον Θεό, το να έχουν τέλεια αγάπη προς τον πλησίον. Έτσι έκαμαν και οι πατέρες μας μονασταί, ώστε να επιτυγχάνουν πάντοτε εκείνη την τελειότητα και ομοίωση, την γεμάτη από την ζωή του Κυρίου Ιησού Χριστού.


Ο μακάριος Αντώνιος, λέγουν, ποτέ δεν συνήθιζε να κάμει κάτι πού ωφελούσε περισσότερο αυτόν από τον πλησίον του, διότι είχε την βεβαιότητα ότι το κέρδος του πλησίον του είναι αρίστη εργασία του επίσης λέχθηκε περί του αββά Αγάθωνος ότι έλεγε Ήθελα να εύρω ένα λεπρό, να πάρω το σώμα του και να του δώσω το δικό μου. Είδες τέλεια αγάπη; Ακόμη και όχι με ανθρώπινο βάδισμα, διότι δεν βλέπουν στερεά οδό και δεν εμφανίζονται εμπρός των βουνά και χείμαρροι, αλλά «τα τραχέα εδάφη γίνονται γι' αυτούς ομαλοί δρόμοι» και τα λοιπά διότι βλέπουν πάντοτε τον κόλπο του Πατέρα τους.


Αύτή ή ελπίδα τους δείχνει σαν με το δάκτυλο της σε κάθε στιγμή εκείνα πού ευρίσκονται μακριά και, ενώ είναι αόρατα, αυτοί τα βλέπουν σαν να είναι μέσα τους μυστικώς με τον κρυφό οφθαλμό της πίστεως. Και επειδή πυρώνονται τα μέρη της ψυχής, σαν με φωτιά, με τον πόθο των απομακρυσμένων φαίνονται σ' αυτούς και τα απόντα ως παρόντα διότι προς τα εκεί εκτείνεται ή φορά των λογισμών τους, και επείγονται πότε να φθάσουν εκεί.


Και όταν πλησιάζουν στην εκτέλεση κάθε αρετής, δεν την ενεργούν μερικώς, αλλά τις ενεργούν όλες ομαδικώς. Διότι δεν εκτελούν την πορεία τους δια της βασιλικής οδού, όπως όλοι, άλλα επιλέγουν σύντομα μονοπάτια αυτοί οί γίγαντες για τον εαυτό τους, από τα όποια πορεύονται γρήγορα προς τις μονές. Πράγματι αυτή ή ελπίδα τους πυρώνει σαν με φωτιά και δεν μπορούν να σταματήσουν τον συνεχή γρήγορο δρόμο από την χαρά τους. Και τους συμβαίνει εκείνο πού ελέχθη ότι συνέβη στον μακάριο Ιερεμία• «είπα, δεν θα τον ενθυμηθώ ούτε θα μιλήσω στο όνομα του και παρουσιάσθηκε στην καρδιά μου κάτι σαν φωτιά αναμμένη πού διεισδύει στα οστά μου». Τέτοια είναι ή ανάμνησης του Θεού στις καρδιές αυτών πού μεθούν από την ελπίδα των επαγγελιών του.


Τα σύντομα μονοπάτια των αρετών είναι οί περιεκτικές αρετές διότι αυτές δεν έχουν μακρινή απόσταση πολλών δρόμων ασκήσεως πού οδηγούν εδώ και εκεί, ούτε επιδέχονται τόπο και χρόνο και διασκορπισμό, αλλά σηκώνονται αμέσως και τελειώνουν τον δρόμο.




ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΙΚΩΝ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ -ΞΒ-ΠΣΤ-
ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1991

Αγ. Σιλουανού του Αθωνίτου: Η Χάρις του Θεού

...Ο Κύριος είπε: «Μάθετε απ' εμού την πραότητα και την ταπείνωσιν και ευρήσετε ανάπαυσιν εις τας ψυχάς υμών». Τούτο λέγει ο Κύριος περί του Αγίου Πνεύματος. Μόνον εν Αγίω Πνεύματι ευρίσκει η ψυχή την τελείαν ανάπαυσιν.

Μακάριοι ημείς, οι ορθόδοξοι χριστιανοί, διότι πολύ αγαπά ημάς ο Κύριος και δίδει εις ημάς την χάριν του Αγίου Πνεύματος, και εν Πνεύματι Αγίω βλέπομεν την δόξαν Αυτού. Διά να φυλάττωμεν όμως την χάριν, οφείλομεν να αγαπώμεν τους εχθρούς και εις όλας τας θλίψεις να ευχαριστώμεν τον Θεόν.

Ο Κύριος εκάλεσε μίαν αμαρτωλήν ψυχήν εις μετάνοιαν, και επέστρεψεν η ψυχή προς τον Κύριον, και Αυτός, ως Ελεήμων, προσεδέξατο αυτήν και εφανέρωσεν Εαυτόν εις αυτήν. Ο Κύριος είναι εύσπλαγχνος, ταπεινός και πράος. Κατά το πλήθος της αγαθότητός Του δεν εμνήσθη των αμαρτιών της ψυχής, και αυτή ηγάπησεν Αυτόν έως τέλους, και ποθεί Αυτόν, ως το πτηνόν εις το στενόν κλωβίον, το πράσινον δάσος. Ο άνθρωπος πριν δεχθή την χάριν ζη και νομίζει ότι όλα εις την ψυχήν του είναι καλά. Όταν όμως επισκεφθή αυτόν η χάρις και μείνη εις αυτόν, τότε βλέπει εαυτόν εντελώς διάφορον, και όταν μετά στερηθή πάλιν της χάριτος, τότε μόνον γνωρίζει εις ποίαν αθλίαν κατάστασιν ευρίσκεται.

Όστις δεν γνωρίζει την χάριν, δεν επιζητεί αυτήν. Ο κόσμος εκολλήθη εις την γην και πολλοί δεν γνωρίζουν, ότι ουδέν γήινον δύναται να συγκριθή προς την γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος.

Η μήτηρ, αποθνήσκουσα αφήνει ορφανά τα τέκνα της, ενώ ο Κύριος δεν άφησεν ημάς ορφανούς, αλλ' έδωκεν εις ημάς Παράκλητον το Πνεύμα το Άγιον (Ιωάν. ιδ' 16-18) και Αυτό εμπνέει εις ημάς να αγαπώμεν τον Θεόν και να ποθούμεν Αυτόν απαύστως.

Όταν ελαττούται η χάρις εις την ψυχήν, τότε πάλιν αρχίζει αυτή να εκζητή το έλεος του Κυρίου. Ταράττεται η ψυχή από την τυραννίαν των κακών λογισμών και επικαλείται την προστασίαν του Θεού, του Πλαστού της, και ικετεύει να δώση εις αυτήν πνεύμα ταπεινώσεως διά να μη εγκαταλείψη αυτήν η χάρις της αδιαλείπτου α¬γάπης του Ουρανίου Πατρός.

Ο άνθρωπος αφ' εαυτού είναι ανίκανος να φυλάττη τας εντολάς του Θεού, και διά τούτο ελέχθη: «Αιτείτε, και δοθήσεται». Και εάν δεν παρακαλούμεν, τότε οι ίδιοι βασανίζομεν εαυτούς και στερούμεθα της χάριτος του Αγ. Πνεύματος. Η δε ψυχή χωρίς την χάριν θορυβείται διά πολλά, επειδή δεν εννοεί το θέλημα του Θεού.

Διά να έχη την χάριν ο άνθρωπος, οφείλει να είναι εγκρατής εν παντί: εις τας κινήσεις, εις την ομιλίαν, εις την δράσιν, εις τους λογισμούς, εις την τροφήν. Προς πάσαν εγκράτειαν βοηθεί η μελέτη του λόγου του Θεού, ως εγράφη: «ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος, αλλ' επί παντί ρήματι εκπορευομένω διά στόματος Θεού».

Ο Κύριος αγαπά ημάς περισσότερον παρά η μήτηρ τα τέκνα της και δίδει δωρεάν εις ημάς την χάριν του Αγίου Πνεύματος, αλλά ημείς οφείλομεν να την φυλάττωμεν επιμελώς, διότι δεν υπάρχει μεγαλυτέρα συμφορά από την απώλειάν της. Όταν η χάρις εγκαταλείπη την ψυχήν, τότε, εις εκείνας τας θλιβεράς στιγμάς, η ψυχή αισθάνεται ως να έπεσεν από τον ουρανόν εις την γην και βλέπει όλα τα δεινά της γης. Δεν υπάρχουν πλέον στιγμαί διά να χαρή η ψυχή, μέχρις ότου ο Κύριος δώση πάλιν εις αυτήν την χάριν Του. Η ψυχή επιποθεί τον Δεσπότην και κλαίει ως ο Αδάμ μετά την έξωσιν αυτού από του παραδείσου. Ουδείς τότε δύναται να παρηγορή¬ση αυτήν πλην του Θεού. Τα δάκρυα του Αδάμ ήσαν άφθονα, έρρεον ποταμηδόν, και έβρεχον το πρόσωπον, το στήθος και την γην. Οι στεναγμοί αυτού ήσαν βαθείς και δυνατοί ως φυσερόν σιδηρουργού, και εβόα: «Κύριε, Κύριε, παράλαβέ με πάλιν εις τον παράδεισον».

Η μήτηρ κλαίει πικρώς διά τον αγαπημένον υιόν της, όταν επί πολύ δεν βλέπη αυτόν. Η αγάπη όμως του Θεού είναι ασυγκρίτως μεγαλυτέρα και θαυμαστή, και όταν επισκεφθή την ψυχήν, τότε από την άμετρον χαράν προσεύχεται με δάκρυα αγάπης δι' όλον τον κόσμον, όπως όλοι οι άνθρωποι γνωρίσουν τον Ουράνιον Πατέρα, και ανάπαυσιν δεν έχει, ούτε καν θέλει αυτήν, έως ότου οι πάντες γευθούν της χάριτος της αγάπης Αυτού...

Προσέχετε την χάριν του Θεού. Μετ' αυτής η ζωή είναι εύκολος. Το παν γίνεται καλώς και κατά Θεόν, το παν είναι αγαπητόν και ευχάριστον, η ψυχή αναπαύεται εις τον Θεόν, ωσάν να περιπατή εις ένα ωραίον κήπον, εις τον οποίον ζη ο Κύριος και η Παναγία Θεοτόκος.

Μακάριοι είναι εκείνοι, όσοι ημέρας και νυκτός μεριμνούν πώς να ευαρεστήσουν εις τον Κύριον. Αυτοί εκ πείρας και αισθητώς γνωρίζουν την χάριν του Αγίου Πνεύματος. Η χάρις δεν έρχεται κατά τρόπον ώστε η ψυχή να αγνοή την έλευσίν της, και οπότε εγκαταλείπη αυτήν η χάρις, τότε η ψυχή, ήτις αγαπά τον Θεόν, αναζητεί τον Κύριον μετά μεγαλυτέρας θλίψεως και εντάσεως, ούτως, ώστε αδυνατεί καν να ενθυμηθή τα συγγενή και προσφιλή πρόσωπα.

Δόξα εις τον Κύριον, ότι διδάσκει ημάς να αισθανώμεθα την έλευσιν της χάριτος και να γνωρίζωμεν την άρσιν αυτής, τουτέστιν πώς αποκτάται και πώς αφαιρείται.

Όστις φυλάττει όλας τας εντολάς, η καρδία αυτού θα αισθάνηται πάντοτε την χάριν έστω και ολίγον. Αφαιρείται όμως η χάρις ένεκα της κενοδοξίας, ένεκα και ενός ακόμη υπερηφάνου λογισμού. Δύναταί τις να νηστεύη πολύ, να προσεύχηται πολύ, να κάμνη πολλά καλά, εάν όμως υπερηφανεύηται δι' αυτά, τότε θα ομοιωθή προς κύμβαλον, το οποίον αλαλάζει, έσωθεν δε είναι κενόν. Η κενοδοξία ερημοί την ψυχήν από της χάριτος, και χρειάζεται πολλή πείρα και μακρός αγών διά να νικήσης το πάθος αυτό.

Ο πόλεμος ημών είναι πολύπονος, είναι μεγάλη και αδιάλειπτος επιστήμη. Απαιτείται και σοφία, αλλά και απλότης. Εάν η ψυχή αγαπήση την ταπείνωσιν, τότε όλα τα δίκτυα των εχθρών διαλύονται και όλα τα οχυρά των κρημνίζονται. Ο πόλεμος είναι μεν πεισματώδης, αλλά μόνον διά τους υπερηφάνους. Διά δε τους ταπεινούς είναι εύκολος, διότι αυτοί έχουν αγαπήσει τον Κύριον, και Αυτός δίδει εις αυτούς το ισχυρόν όπλον Του, την χάριν του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν φοβούνται οι εχθροί, διότι τους κατακαίει.

Ιδού η πλέον σύντομος και εύκολος οδός προς την σωτηρίαν: Έσο υπήκοος, εγκρατής, μη κατακρίνης και φύλαττε τον νουν και την καρδίαν σου από τους κακούς λογισμούς. Σκέπτου, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί και ότι τους αγαπά ο Κύριος. Ένεκα αυτών των ταπεινών σκέψεων η χάρις του Αγίου Πνεύματος θα ενοικήση εν τη καρδία σου, και συ θα λέγης «Ελεήμων ο Κύριος!». Εάν όμως κατακρίνης, είσαι μεμψίμοιρος, αγαπάς να κάμνης το θέλημά σου, τότε έστω και αν προσεύχησαι πολύ, η ψυχή σου θα πτωχεύη και θα λέγης: «Με εγκατέλειψεν ο Κύριος». Όμως δεν είναι ο Κύριος, ό¬στις σε εγκατάλειψειν, αλλά συ εξέκλινας εκ της οδού της ταπεινώσεως, και δι' αυτό η χάρις του Θεού δεν μέ¬νει εις την ψυχήν σου. Η Παναγία υπήρξεν ταπεινή περισσότερον «παρά πάντας τους ανθρώπους τους όντας επί της γης» και διά τούτο δοξάζεται εις τον ουρανόν και επί της γης. Και κάθε άνθρωπος όστις ταπεινούται, θα δοξασθή υπό του Θεού και θα βλέπη την δόξαν του Κυρίου.

Ψυχή, ήτις εγνώρισε τον Κύριον διά Πνεύματος Αγίου, εκτείνεται ορμητικώς προς Αυτόν. Η μνήμη Του με δύναμιν αρπάζει τον νουν, ώστε λησμονεί τον κόσμον. Και όταν πάλιν μνησθή του κόσμου, τότε διαπύρως ποθεί διά πάντας την ιδίαν χάριν, και προσεύχεται δι' όλον τον κόσμον, ίνα οι πάντες μετανοήσωσι και γνωρίσωσιν, οπόσον ελεήμων είναι ο Θεός.

Μακάριος εκείνος ο οποίος δεν απώλεσε την χάριν του Θεού, αλλά αναβαίνει εκ δυνάμεως εις δύναμιν. Άνευ της χάριτος του Θεού όμοιοι είμεθα προς κτήνη, αλλά κατά την χάριν ο άνθρωπος μέγας είναι παρά Θεώ.

Οι άνθρωποι εκτιμούν καθ' υπερβολήν γηίνας επιστήμας ή γνωριμίας μετ' επιγείου βασιλέως και χαίρουν όταν συνδιάγουν μετ' αυτού, αλλ' αληθώς μέγα είναι μόνον να γνωρίζωμεν τον Κύριον εν Αγίω Πνεύματι και το θέλημα Αυτού. Χωρίς δε Πνεύματος Αγίου η ψυχή παραμένει ως νενεκρωμένη, έστω και αν έμαθεν όλον τον κόσμον.

Εάν οι άνθρωποι εγνώριζον τί είναι η πνευματική επιστήμη, θα εγκατέλειπον τας γηίνας επιστήμας και τέχνας και θα εζήτουν μόνον τον Κύριον. Το θείον κάλλος Του αιχμαλωτίζει την ψυχήν και αυτή επιποθεί αιωνίως να μένη μετ' Αυτού και ουδέν άλλον επιζητεί, και όλα τα βασίλεια της γης θεωρεί ως τα νέφη τα πλανώμενα εις τον ουρανόν.

Τα επίγεια μανθάνονται διά της επιγείου διανοίας, ενώ ο Θεός και όλα τα επουράνια γνωρίζονται μόνον διά του Αγίου Πνεύματος, και παραμένουν απρόσιτα εις τον μη αναγεννημένον νουν.

Εις πολλούς ο Κύριος δεν δίδει να γνωρίσουν Αυτόν ένεκα της υπερηφάνειας του νοός των, και όμως αυτοί σκέπτονται, ότι δήθεν γνωρίζουν πολλά. Και τί αξίζει η γνώσις αυτών, εάν δεν γνωρίζουν τον Κύριον, δεν γνωρίζουν την χάριν του Αγίου Πνεύματος, δεν γνωρίζουν πώς έρχεται και διατί αίρεται;

Αλλ' ας ταπεινώσωμεν εαυτούς, αδελφοί, και ο Κύριος θα δείξη εις ημάς τα πάντα, όπως ο στοργικός πατήρ δεικνύει τα πάντα εις τα τέκνα του.

Παρατήρει με τον νουν σου, τί γίνεται εις την ψυ¬χήν. Εάν υπάρχη ολίγη χάρις, τότε η ψυχή ειρηνεύει και αισθάνεται αγάπην προς όλους. Εάν η χάρις είναι περισσοτέρα, τότε εις την ψυχήν έρχεται χαρά και φως μέγα, και εάν είναι ακόμη μεγαλυτέρα, τότε και το σώμα αισθάνεται την χάριν του Αγίου Πνεύματος.

Δεν υπάρχει μεγαλυτέρα δυστυχία από την απώλειαν της χάριτος.,.

Σπάνιαι είναι αι ψυχαί, αι οποίαι γνωρίζουν Σε, και ολίγοι είναι εκείνοι, μετά των οποίων δύναταί τις να ομιλή περί Σου. οι περισσότεροι σώζονται διά της πίστεως. Αλλ' ως Συ ο Ίδιος είπας εις τον Απόστολον Θωμάν: «Συ είδας Με και εψηλάφησάς Με, αλλά μακάριοι και εκείνοι, οίτινες δεν είδαν και πιστεύουν». Ούτω δεν αισθάνονται όλοι το Πνεύμα το Άγιον, αλλ' όσοι φοβούνται τον Θεόν και φυλάττουν τας εντολάς Αυτού, όλοι εκείνοι θα σωθούν, διότι απείρως αγαπά ημάς ο Κύριος, και εγώ δεν θα ηδυνάμην να γνωρίζω την αγάπην αυτήν, εάν δεν εδίδασκέ με το Άγιον Πνεύμα, το Οποίον διδάσκει παν αγαθόν...

Τινές ερρίζουν περί της πίστεως και τέλος δεν υπάρχει εις αυτάς τας φιλονεικίας, ενώ, αντί να φιλονικώμεν, πρέπει να προσευχώμεθα μόνον εις τον Θεόν και εις την Παναγίαν, και ο Κύριος χωρίς έριδας θα δώση τον φωτισμόν και μάλιστα ταχέως θα δώση αυτόν.

Πολλοί εμελέτησαν όλας τας θρησκείας, αλλά την αληθινήν πίστιν καθώς πρέπει δεν εγνώρισαν. Όστις όμως προσεύχεται εν ταπεινώσει εις τον Θεόν, διά να φω¬τίση αυτόν, εις εκείνον ο Κύριος θα δώση να γνωρίση, οπόσον αγαπά τον άνθρωπον...

Όστις εγνώρισε την αγάπην του Θεού, ούτος αγαπά όλον τον κόσμον και ουδέποτε μεμψιμοιρεί, διότι η πρόσκαιρος θλίψις διά τον Θεόν εργάζεται αιωνίαν χαράν.

Ψυχή ανυπότακτος, η οποία δεν παρεδόθη εις το θέλημα του Θεού, αποβαίνει ανεπίδεκτος θείας γνώσεως. από της μιας σκέψεως μεταφέρεται ολοέν εις την άλλην, και ούτω ποτέ δεν προσεύχεται μετά καθαρού νου και δεν δοξάζει πρεπόντως τα μεγαλεία του Θεού...

Συ ελυπήθης την πτωχείαν μου και έδειξας εις εμέ το Πρόσωπόν Σου, και νυν η ψυχή μου έλκεται προς Σε, Κύριε, και εις ουδέν ευρίσκει ανάπαυσιν, αλλ' ημέρας και νυκτός κλαίω, ως το παιδίον, το οποίον απώλεσε την μητέρα του.

Αλλά και το παιδίον θα λησμονήση την μητέρα του, και η μήτηρ το παιδίον της, όταν Σε ίδουν. Η ψυχή, βλέπουσά Σε, λησμονεί όλον τον κόσμον. Ούτως έλκεται η ψυχή μου προς Σε, και εκλείπει εις Σε, και δεν ορέγεται να βλέπη το κάλλος του κόσμου τούτου.

Όταν η ψυχή εν Πνεύματι Αγίω γνωρίση την Πανα¬γίαν Μητέρα του Θεού, όταν εν Πνεύματι Αγίω γίνη συγγενής προς τους αποστόλους, τους προφήτας, τους ιεράρχας, τους οσίους και προς όλους τους αγίους και δικαίους, τότε έλκεται ακρατήτως εις εκείνον τον κό¬σμον, και δεν δύναται να σταθή, αλλά νοσταλγεί, καταπονείται και κλαίει μη δυναμένη να αποσπασθή από της προσευχής. και αν και το εξησθενημένον το σώμα έχη ανάγκην να ανακλιθή, αλλά και επί της κλίνης η ψυχή ορμητικώς ανατείνεται προς τον Κύριον και την Βασιλείαν των Αγίων...

Όστις επί της γης διαμένει εν τη αγάπη του Θεού διά του Αγίου Πνεύματος, ούτος και μετά θάνατον θα είναι μετά του Κυρίου, διότι ακατάλυτος είναι η αγάπη...

«...Κύριε, δος μοι Σε μόνον να αγαπώ»

Συ με έκτισας. Συ με εφώτισας διά του αγίου βαπτίσματος. Συ συγχωρείς τα αμαρτήματά μου και χαρίζεις εις εμέ να κοινωνώ το τίμιον Σώμα Σου και Αίμα. Δος μοι την δύναμιν να μένω πάντοτε εν Σοι.

Κύριε, δος μοι αδαμιαίαν μετάνοιαν και την αγίαν Σου ταπείνωσιν. Η ψυχή μου πλήττει επί της γης και ποθεί τα ουράνια.

Ο Κύριος ήλθεν εις την γην, διά να προσλάβη ημάς εκεί, όπου μένει Αυτός, η Πανάχραντος Αυτού Μήτηρ, η Οποία υπηρέτησεν Αυτόν επί της γης χάριν της σωτηρίας ημών, και οι μαθηταί και ακόλουθοι του Κυρίου.

Εκεί καλεί ημάς ο Κύριος, παρ' όλας τας αμαρτίας ημών. Εκεί θα ίδωμεν τους αγίους Αποστόλους, οι οποίοι δοξάζονται ως κήρυκες του Ευαγγελίου. Εκεί θα ί¬δωμεν τους αγίους προφήτας και ιεράρχας, τους διδασκάλους της Εκκλησίας. Εκεί θα ίδωμεν τους οσίους, οι οποίοι ηγωνίσθησαν να ταπεινώσουν διά της νηστείας την ψυχήν των. Εκεί δοξάζονται οι διά Χριστόν σαλοί, διά το ό,τι ενίκησαν τον κόσμον.

Εκεί θα δοξάζωνται όλοι, όσοι ενίκησαν εαυτούς, όσοι προσηύχοντο δι' όλον τον κόσμον και έφερον επ' αυτών την θλίψιν όλου του κόσμου, διότι είχον την αγά¬πην του Χριστού, η δε αγάπη δεν υποφέρει να απολεσθή έστω και μία ψυχή.

Εκεί θέλει να σκηνώση η ψυχή μου. μηδέν όμως το ακάθαρτον θα εισέλθη εκεί, όπου εισέρχονται διά μεγάλων θλίψεων, διά πολλών δακρύων, με συντετριμμένον πνεύμα. Μόνον τα παιδία, τα οποία εφύλαξαν την χάριν του αγίου βαπτίσματος, διαβαίνουν εκεί άνευ θλίψεων, και εν Πνεύματι Αγίω γνωρίζουν τον Κύριον.

Νοσταλγεί η ψυχή μου τον Θεόν και προσεύχεται ημέρας και νυκτός, διότι το όνομα του Κυρίου είναι γλυκύ και περιπόθητον διά την προσευχομένην ψυχήν και έλκει αυτήν εις την αγάπην του Θεού.

Έζησα πολύν καιρόν επί της γης και πολλά ήκουσα και είδα. Ήκουσα πολλήν μουσικήν, ήτις εγλύκαινε την ψυχήν μου, και εφρόνουν ότι, αν αυτή η μουσική είναι τόσον γλυκεία, τότε πόσω μάλλον τέρπει την ψυχήν η ουράνιος μελωδία, εκεί όπου εν Πνεύματι Αγίω δοξά¬ζουν τον Κύριον διά τα πάθη Του.

Η ψυχή ζη πολύ επί της γης και αγαπά τα γήινα κάλλη. Αγαπά τον ουρανόν και τον ήλιον, αγαπά τους ωραίους κήπους, την θάλασσαν και τους ποταμούς, τα δάση και τους λειμώνας. αγαπά η ψυχή και την μουσικήν, και όλα αυτά τα επίγεια γλυκαίνουν αυτήν. Αλλ' όταν αύτη γνωρίση τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τότε δεν θέλει πλέον να βλέπη τα επίγεια.

Είδα επιγείους βασιλείς εν δόξη και πολύ εξετίμων αυτό. Αλλ' όταν η ψυχή γνωρίση τον Κύριον, τότε δι' ο¬λίγον θα λογίζηται όλην την δόξαν των βασιλέων. Η ψυχή τότε διψά συνεχώς τον Κύριον και απλήστως ημέραν και νύκτα επιποθεί τον Αόρατον να ίδη, τον Αψηλάφητον να ψηλαφίση.

Το Άγιον Πνεύμα, εάν η ψυχή σου γνωρίζη Αυτό, θα δώση εις σε να καταλάβης εκ πείρας πως Αυτό αποκαλύπτει εις την ψυχήν τον Κύριον, και πόσον γλυκεία είναι η πείρα αύτη.

Ω Ελεήμων Κύριε, φώτισον τους λαούς Σου ίνα Σε γνωρίσουν, ίνα γνωρίσουν το μεγαλείον της αγάπης Σου.

Θαυμαστά τα έργα του Κυρίου. Έπλασεν από της γης τον άνθρωπον και εις τον πήλινον έδωκεν να γνωρί¬ση Αυτόν εν Πνεύματι Αγίω, ώστε να λέγη ο άνθρωπος «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου» και να λέγη τούτο εκ πληρώματος πίστεως και αγάπης.

Τί μεγαλύτερον δύναται να ζητή η ψυχή επί της γης;

Μέγα θαύμα! Η ψυχή αίφνης αναγνωρίζει τον Δημιουργόν της και την αγάπην Αυτού.

Όταν η ψυχή ίδη τον Κύριον, πόσον είναι πράος και ταπεινός, τότε και εκείνη ταπεινούται έως τέλους, και ύστερον ουδέν ποθεί τόσον, όσον την ταπείνωσιν του Χριστού. Και όσον και αν έζη η ψυχή επί της γης, πάντοτε θα επόθη και θα εζήτη αυτήν την ακατάληπτον ταπείνωσιν του Χριστού, την οποίαν είναι αδύνατον να λησμονήση.

Κύριε, πόσον πολύ αγαπάς τον άνθρωπον!...

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Η ΑΓΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΠΟΣ ΦΥΛΑΚΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ!






ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ:ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ,Η ΠΥΛΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ


Η ΑΓΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΠΟΣ ΦΥΛΑΚΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ!

Δεν υπάρχει χειρότερο δέσιμο από την τύφλωση που προξενείται από την αμαρτία , ούτε χειρότερη αλυσίδα από την βλάβη της όρασης , διότι η ψυχή βρίσκεται στο σκοτάδι της αμαρτίας και έχει φυλακισθεί δεμένη με αλυσίδα .Καθώς βρίσκεται μέσα σε σκοτεινή φυλακή , αγνοεί ότι βαδίζει μέσα σε άγνοια .Είπε και σε άλλο σημείο ο ψαλμός :<<Δεν γνωρίζουν , ούτε αντιλαμβάνονται .Βαδίζουν μέσα στο σκοτάδι>>.(Ψαλμ.81,5)

Διότι η άγνοια είναι τόπος φυλακής, που εύκολα βάζει στα δεσμά την ψυχή .Και ο Απόστολος Παύλος έχει πει ,ότι ο Θεός μας μετέφερε από την εξουσία του σκότους στη βασιλεία του Υιού του.(Κολ.1,13).Διότι η ανθρωπότητα ήταν κλεισμένη σαν μέσα σε σκοτάδι εξαιτίας της άγνοιας του Θεού. Έλουζε με δάκρια το κρεββάτι του ο Δαβίδ που στέναξε. Ο ίδιος άλλωστε είπε :<<Κοπίασα με τον στεναγμό μου>>. (Ψαλμ.6,7).Κόπος μάλιστα του στεναγμού το πλήθος των δακρύων , κόπος του στεναγμού είναι ο πόνος της καρδιάς .Λοιπόν έδειξε ότι και τα δάκρυα πληθαίνουν καθώς προχωρούν οι στεναγμοί. Διότι όταν δει ο αντίπαλος ότι νικιέται , υπαγορεύοντας την απελπισία σ ’εκείνους που ασεβούν , βάζει κρυφά σε ενέργεια άλλον τρόπο . Παρακινεί με κολακείες να παραμείνουν στα πάθη , και τους κατευθύνει στις πιο αισχρές πράξεις .Πάλι όμως η μετάνοια εναντιώνεται σ ‘ αυτόν και εξαφανίζοντας την κολακεία από την συνείδηση .Κεντρίζει την συνείδηση , χτυπά τον λογισμό ,για να ξυπνήσει την ψυχή που κοιμάται .Διότι η κολακεία ταράζει την συνείδηση, γίνεται νέφος εναντίον της , και στέκεται εμπόδιο στην προσέλευση της στον Θεό.
Πηγή: Έργα του Όσιου Εφραίμ του Σύρου